Η κούνια

dd682bc577ccf0f5a792bbaabfb7f490_full

Η Juniper είχε μια κούνια στον ουρανό της…

Τα πρωινά προσπαθούσε να φτάσει τον ήλιο και τις νύχτες προσπαθούσε να φτάσει το φεγγάρι μα δεν τα κατάφερνε. Ήταν μικροκαμωμένη και δε μπορούσε να οδηγήσει την κούνια της τόσο μακριά.

Είχε έναν μικρό φίλο, ο οποίος ήταν ακόμη πιο μικροκαμωμένος από εκείνη αλλά ήταν σοφός και ταξιδεμένος. Το όνομα του ήταν Nurben. Πάντα ερχόταν και της περιέγραφε νέα μέρη που είχε επισκεφτεί. Εκείνη ένιωθε τόσο γοητευμένη παρά το γεγονός ότι δεν είχε δει τίποτα από αυτά που περιέγραφε ο Nurben και μπορούσε μόνο να τα φανταστεί. Πάντα στεναχωριόταν και ζήλευε λιγάκι που δε μπορούσε να επισκεφτεί καινούρια μέρη και να συναντήσει άλλα πλάσματα.

Υπήρχαν άραγε άλλα πλάσματα σαν εκείνη;, αναρωτιόταν. Ίσως κάποιο από εκείνα να ήθελε να τη βοηθήσει να φτάσει τον ήλιο.

Μια μέρα ζήτησε από το Nurben να ψάξει για πλάσματα όμοια με εκείνη. Κι έτσι, εκείνος ξεκίνησε ένα νέο ταξίδι…

Γύρισε τρεις μέρες αργότερα με καλά νέα. Είχε βρει κάποια πλάσματα που ήταν ολόιδια με τη Juniper και ονομάζονταν άνθρωποι.

Η Juniper ήταν τόσο ενθουσιασμένη!

»Θέλω να τους συναντήσω», είπε.

»Δε μπορείς να αφήσεις την κούνια σου. Πρέπει να βεβαιώνεις ότι ο ήλιος και το φεγγάρι ανατέλλουν και δύουν όταν πρέπει».

»Θα γυρίσω. Κι ίσως κάποιος από τους ανθρώπους να θέλει να με ακολουθήσει».

»Γιατί το θέλεις αυτό;».

»Θέλω κάποιον να σπρώξει την κούνια μου για να φτάσω τον ήλιο».

»Πρόσεχε Juniper. Οι άνθρωποι δεν είναι έμπιστοι. Άλλωστε, κανείς άλλος παρά μόνο εσύ μπορείς να ζήσεις εδώ».

»Θα προσέχω. Θέλω μονάχα να τους δω».

Αμέσως μετά την ανατολή, η Juniper κατέβηκε στη γη για να συναντήσει τους ανθρώπους. Κοιτούσε βιαστικά γύρω της καθώς περπατούσε για να μην χάσει ούτε μια λεπτομέρεια του κόσμου όπου είχε εισέλθει. Ανακάλυπτε νέα χρώματα και ήχους. Της φαινόταν πως ο Nurben είχε κάνει πολύ φτωχή περιγραφή του κόσμου των ανθρώπων. Ήταν κι εκείνοι όμορφοι. Κι ήταν ίδιοι με την Juniper.

Περπατούσε παράλληλα με ένα ποτάμι όταν είδε μερικούς. Ήταν άντρες…

Η Juniper είχε κατέβει στη γη για να βρει κάποιον να την σπρώξει. Και αυτό έκαναν οι άνθρωποι. Την έσπρωξαν και την έφτυσαν, την κορόιδευαν που ήταν ημίγυμνη, που ήταν διαφορετική.

Ξαφνικά, ένα λευκό άλογο κατέφθασε με τον όμορφο αναβάτη του. Απείλησε τους άντρες με το σπαθί του.

»Αφήστε την ήσυχη», είπε και βόηθησε το τρομαγμένο κορίτσι να ανέβει στο άλογο του.

Φτάσανε σε μια μικρή λίμνη. Η Juniper έπλυνε το πρόσωπο της και ευχαρίστησε το γενναίο άντρα που την έσωσε.

»Από πού είσαι; Δεν σε έχω ξαναδεί», τη ρώτησε ο άντρας.

»Ζω στον ουρανό και επισκέφτηκα τη γη σας γιατί είχα την περιέργεια να γνωρίσω πλάσματα σαν εμένα».

»Θα έπρεπε να ξέρεις ότι οι άνθρωποι δεν είναι καλοί».

»Ο Nurben με είχε προειδοποιήσει. Είναι ο μοναδικός μου φιλος».

»Λοιπόν, ας πούμε ότι από σήμερα έχεις έναν ακόμη. Είμαι ο Guldaer».

»Είμαι η Juniper».

»Θες να σου δείξω κι άλλα μέρη;», πρότεινε ο Guldaer.

»Δείξε μου τα πάντα. Θέλω να τα δω όλα πριν το ηλιοβασίλεμα. Τότε πρέπει να φύγω».

Ανέβηκαν στο άλογο και ο Guldaer έδειξε στη Juniper δάση και βουνά. Της χάρισε λουλούδια. Χάιδεψε ζώα μαζί της. Σύντομα, η Juniper άρχισε να νιώθει κάτι που δεν είχε ξανανιώσει. Ο Nurben, κάποτε, της είχε αναφέρει αυτό το συναίσθημα. Πώς το είχε πει; Α,ναι… Έρωτα

Καθώς καθόντουσαν στον κορμό ενός γέρικου δέντρου και ο Guldaer μάθαινε στη Juniper ονόματα λουλουδιών, εμφανίστηκε ο Nurben…

»Nurben!», αναφώνησε η Juniper.

»Σε έψαχνα παντού. Ήρθε η ώρα να φύγουμε. Έλα!».

Η Juniper πάγωσε.

»Μα… Δε θέλω να φύγω. Λατρεύω αυτό το μέρος».

»Δεν ανήκεις εδώ».

»Ανήκω όπου ανήκει ο Guldaer».

»Μπορώ να έρθω μαζί σου» είπε ο Guldaer.

»Όχι, δε μπορείς. Υπάρχει μόνο μια κούνια εκεί πάνω κι αυτή είναι της Juniper», είπε ο Nurben.

»Μπορούμε να φτιάξουμε μία ακόμη, δε μπορούμε;», παρακάλεσε η Juniper τον Nurben.

»Όχι, δε μπορούμε. Έλα τώρα. Πρέπει να βιαστούμε».

Η Juniper έκλαιγε ενώ αποχαιρετούσε τον Guldaer. Γύρισε στην κούνια της νιώθοντας άδεια. Παρακολουθούσε την ανατολή και τη δύση του ήλιου κάθε μέρα μα δεν προσπαθούσε πια να τον φτάσει. Ποιο το νόημα του να τον φτάσει και να κρατήσει τη ζεστασιά και το φως του μόνο για εκείνη; Ήθελε να τα μοιραστεί…

Μια μέρα ήρθε ο Guldaer.

»Πώς ήρθες εδώ;». τον ρώτησε η Juniper.

»O Nurben μου έδειξε το δρόμο».

»Μα δε μπορείς να μείνεις εδώ».

»Είσαι σίγουρη;».

Ο Guldaer σήκωσε τη Juniper από την κούνια, κάθισε και την τοποθέτησε στα πόδια του…

Μείνανε έτσι για πάντα. Δε φτάσανε ποτέ τον ήλιο αλλά τη Juniper δεν την ενδιέφερε πια. Η ζεστασιά και το φως από την αγάπη τους έφταναν…