Ο διπολικ(ωμικ)ός

ερολοπο

Ο κλόουν Ζοζομπίνο είχε αναλάβει τη διασκέδαση των παιδιών που ήταν καλεσμένα στο πάρτυ γενεθλίων της κόρης μου, Λυδίας, το πρώτο Σάββατο του Νοέμβρη. Θα έσβηνε τα όγδοα κεράκια της κι αυτό ήταν ένα γεγονός που την έκανε πολύ χαρούμενη.

Ο Ζοζομπίνο κατέφθασε στο σπίτι μας κι όλα τα παιδιά στάθηκαν στην είσοδο περικυκλώνοντας τον με την ίδια ανυπομονησία που θα τα διακατείχε αν στο σπίτι έμπαινε ο Άγιος Βασίλης.

Απογοητεύτηκα όταν τον είδα. Η ηλικία του ήταν γύρω στα σαρανταπέντε με πενήντα. Περίμενα κάποιον πιο νέο. Και σίγουρα με πιο καλοφτιαγμένη στολή. Ο Ζοζομπίνο φαινόταν να ’χει τα ρούχα που φορούσε για χρόνια. Υπήρχαν πάμπολλα μπαλώματα στην κόκκινη στολή του. Δεν είχε σκεφτεί ποτέ να την ανανεώσει; Ίσως και να βρισκόταν στο τέλος της «καριέρας» του.

Σαν ρούφηξε όμως το ήλιο από το μπαλόνι κι άρχισε να μιλάει με την αστεία φωνή που προέκυψε κι έκανε τις γκριμάτσες του, οι ενδοιασμοί μου εξαφανίστηκαν. Είδα τα παιδιά να ξεκαρδίζονται και πρώτα από όλους τη Λυδία. Ένιωσα ικανοποίηση.

Οι δραστηριότητες ξεκίνησαν αμέσως. Μπαλονοκατασκευές, παιχνίδια με τράπουλες και μαγικά κόλπα…

Τα παιδιά έφευγαν το ένα μετά το άλλο με τους γονείς τους διαβεβαιώνοντας με πως είχαν περάσει τέλεια. Η Λυδία ήταν πολύ κουρασμένη κι ο άντρας μου, ο Παντελής, την είχε πάει στο δωμάτιο της για να την κοιμίσει. Ο Ζοζομπίνο πιθανότατα μάζευε τον εξοπλισμό του στον ξενώνα. Είχε έρθει η ώρα να τον πληρώσω.

Πήγα στον ξενώνα, μα δεν τον βρήκα. Ο εξοπλισμός ήταν εκεί ωστόσο. Ίσως να ήταν στο μπάνιο. Πήγα να δω αν ήταν τα φώτα αναμμένα για να βεβαιωθώ. Άκουσα τη φωνή του από την άλλη μεριά της πόρτας.

-Ηρέμησε, Βάσο. Ηρέμησε. Όλα καλά πήγαν. Ήρθε η ώρα να επιστρέψεις ξανά στο απόλυτο τίποτα. Αφού ένα απόλυτο τίποτα είσαι κι εσύ!

Υποθέτοντας ότι μάλλον δεν άκουσα καλά, στάθηκα πιο κοντά στην πόρτα.

-Είσαι ένα σκουπίδι! Δεν αξίζεις τίποτα! Τι νόμιζες; Χαμένε! Εξαφανίσου από μπροστά μου!

Στην τελευταία του φράση, ανέβασε τον τόνο της φωνής του κι ακούστηκε ένας γδούπος. Μάλλον κοπάνησε το χέρι του στο ντουλάπι του μπάνιου. Άνοιξα απότομα την πόρτα. Τον αντίκρισα μπροστά στον καθρέφτη ταραγμένο από την έφοδό μου.

-Με… με… συγχωρείτε…, ψέλλισε.

Τον λυπήθηκα κι αν και ήθελα πολύ να μάθω τι του συνέβαινε και παρόλο που είχα εκνευριστεί που εμπιστεύτηκα έναν τέτοιο άνθρωπο να μπει μες το σπίτι μου, αποφάσισα να μη δώσω περαιτέρω διαστάσεις στο ζήτημα. Αν μάθαινε κι ο Παντελής τι άκουσα, θα τον πετούσε έξω με τις κλωτσιές.

-Όχι, εσείς συγχωρήστε εμένα. Δεν ήξερα ότι είστε μέσα.

-Να… Να μαζέψω τον εξοπλισμό μου, είπε και τινάχτηκε έξω από το μπάνιο τρέχοντας στον ξενώνα.

Τον ακολούθησα αναρωτώμενη αν είχα πάρει την σωστή απόφαση να αγνοήσω το σκηνικό. Ο Ζοζομπίνο μάζεψε βιαστικά τα πράγματά του.

-Να σας πληρώσω κιόλας, είπα και του έδωσα διστακτικά τα χρήματα.

-Σας ευχαριστώ, είπε χωρίς να με κοιτάξει στα μάτια.

Ήμουν βέβαιη ότι ήταν άνθρωπος που δεν κοίταζε τους άλλους στα μάτια.

-Εγώ σας ευχαριστώ. Τα παιδιά πέρασαν υπέροχα.

Μειδίασε μετά βίας. Τον συνόδευσα μέχρι την πόρτα και τον αποχαιρέτησα.

Την επόμενη μέρα καθώς έτρωγα πρωινό, παρακολουθούσα μια εκπομπή με ένα θέμα που στην παρούσα φάση, μόνο τυχαία δεν εμφανίστηκε.

«Σύμφωνα με έρευνα Βρετανών επιστημόνων, πολλοί κωμικοί ηθοποιοί και κλόουν εμφανίζουν ψυχωτικά στοιχεία στην προσωπικότητά τους που θυμίζουν παθήσεις όπως η σχιζοφρένεια και η διπολική διαταραχή. Εμφανίζουν διάφορα συμπτώματα σε μεγαλύτερο βαθμό από ό,τι ο υπόλοιπος πληθυσμός, όπως η δυσκολία συγκέντρωσης, η αποφυγή στενών σχέσεων και η αντικοινωνική συμπεριφορά. Η κωμωδία για αυτούς είναι ένα είδος αυτοθεραπείας. Πρόκειται για το φαινόμενο του θλιμμένου κλόουν…» σχολίαζε ο παρουσιαστής.

Προβληματίστηκα, μα τουλάχιστον μου δόθηκαν ορισμένες απαντήσεις σχετικά με την συμπεριφορά του Ζοζομπίνο. Ευαισθητοποιημένη καθώς ήμουν σε θέματα ψυχικής υγείας, αποφάσισα ότι θα ήταν ένα καλό θέμα για την επόμενη έκθεση ζωγραφικής μου. Πρώτος μου πίνακας θα ήταν ο θλιμμένος κλόουν. Για να γίνει η επιθυμία όμως πράξη, χρειαζόμουν τη βοήθειά του.

Κάλεσα το πρακτορείο με τους κλόουν και ζήτησα να ξαναδώ τον Ζοζομπίνο, με την πρόφαση ότι δήθεν κάνω πάρτυ για τον ανιψιό μου την άλλη βδομάδα. Δεν είχα να κάνω κάτι άλλο πια παρά να περιμένω.

Όταν ήρθε ο Ζοζομπίνο κι αντίκρισε το άδειο σπίτι, παραξενεύτηκε.

-Πού είναι τα παιδάκια; ρώτησε.

-Δεν σας κάλεσα για κάποιο πάρτυ. Σας χρειάζομαι για μια άλλου είδους δουλειά. Θα πληρωθείτε φυσικά.

-Μα τι είδους δουλειά;

-Θέλω να σας ζωγραφίσω.

Έκανε μια αμήχανη γκριμάτσα.

-Μα είμαι τόσο όμορφος που θέλετε να έχετε και το πορτραίτο μου στο σπίτι σας και να το βλέπετε συνέχεια; αστειεύτηκε.

-Δε θέλω να σας ζωγραφίσω όπως είστε μπροστά στους άλλους. Θέλω να σας ζωγραφίσω όπως είστε από πίσω τους. Αληθινά.

-Δυστυχώς δεν σας καταλαβαίνω.

-Σας άκουσα στο μπάνιο που μιλούσατε στο είδωλό σας.

Τα μάτια του γούρλωσαν.

-Μη φοβάστε. Κατανοώ, του είπα.

Έκανε να φύγει, μα τον τράβηξα από το μανίκι. Σταμάτησε.

-Νομίζω πως ήμουν πολύ ευγενικός μαζί σας. Δεν έχω ανάγκη την αδιακρισία σας και τη λύπησή σας. Δε θα εκμεταλλευτείτε μια αδύναμη στιγμή μου για να την κάνετε τέχνη, ό,τι κι αν αντιλαμβάνεστε εσείς ως τέχνη.

-Νομίζω ότι εγώ είμαι αυτή που ήμουν πολύ ευγενική. Σας έβαλα στο σπίτι μου, σας εμπιστεύτηκα είκοσι πέντε παιδιά και μπήκατε στο μπάνιο μου για να μιλήσετε στο είδωλό σας με σκληρά λόγια; Αν σας έβλεπε κάποιο παιδί, τι θα γινόταν;

Ο Ζοζομπίνο σιώπησε.

-Έχετε δίκιο, αλλά να ξέρετε πως το μόνο που με βγάζει από τη μιζέρια μου είναι να διασκεδάζω τα παιδιά. Δεν έχω κάτι καλύτερο από το να βλέπω γελαστά πρόσωπα παιδιών.

-Είμαι βέβαιη γι’ αυτό.

-Θα ποζάρω για σας, αλλά με έναν όρο: να κρατήσω εγώ τον πίνακα.

-Τον προόριζα για μια έκθεση που θα έκανα. Φαντάζομαι όμως πως είναι δίκαιο να τον ζητάτε. Ακολουθήστε με στο ατελιέ μου.

Μπήκαμε στο ατελιέ κι αφού επιβεβαίωσα πως το πραγματικό του όνομα είναι Βάσος, τον έβαλα να καθίσει σε μια καρέκλα. Πλησίασα το καβαλέτο μου κι ετοίμασα τα μολύβια μου για να κάνω το σκίτσο του.

Του έδωσα οδηγίες για το πώς να στηθεί. Έγειρε το κεφάλι του πάνω από τον ώμο του. Όταν όμως του ζήτησα να με κοιτάξει, τα μάτια του παρέμειναν να κοιτάζουν προς άλλη κατεύθυνση. Η εικόνα αυτή μου άρεσε πιο πολύ τελικά. Ξεκίνησα να σκιτσάρω.

Ο πίνακας μου πήρε αρκετό καιρό για να τον ολοκληρώσω. Δούλευα πάνω σε αυτόν σχεδόν κάθε μέρα, όπως και πάνω στην ψυχή του Βάσου που σιγά σιγά ανοιγόταν όπως το μύδι ανοίγει μέσα στην κατσαρόλα.

Μου μίλησε για τα δύσκολα παιδικά του χρόνια, το διαζύγιο των γονιών του που του στοίχισε, την απουσία παιδικών πάρτυ, τη ζωή που του δινόταν όταν εκείνος πλέον ξεκίνησε να συμμετέχει στα πάρτυ άλλων παιδιών ως κλόουν. Πάνω από όλα μου μίλησε για το στίγμα. Το στίγμα που κουβαλούσε ως διπολικός. Τη δυσκολία του να βρει μια σταθερή δουλειά, κάποιον να τον εμπιστευτεί πέρα από τη διαταραχή του, να εξελιχθεί επαγγελματικά.

-Εσύ πώς και είσαι τόσο ευαισθητοποιημένη με τα θέματα ψυχικής υγείας; Πώς ξέρεις τόσα πολλά; με ρώτησε κάποια στιγμή.

Του χαμογέλασα αχνά.

-Έχω ιστορικό στην οικογένεια μου. Η μητέρα μου είχε διπολική διαταραχή.

-Εσύ έχεις εκδηλώσει την πάθηση αυτή;

-Όχι. Η μητέρα μου έπαιρνε φάρμακα όπως εσύ. Όταν όμως άρχισε να νιώθει καλύτερα, διέκοψε μόνη της την αγωγή.

-Η παγίδα στην οποία πέφτουν οι περισσότεροι κάποια στιγμή.

-Ακριβώς. Όταν το κατάλαβα, την πίεσα και πήγαμε στον γιατρό. Εκείνος της έγραψε περισσότερα φάρμακα και έτσι βρεθήκαμε πάλι στο μηδέν. Δεν έπαψα ποτέ να την στηρίζω. Δε θα πάψω ποτέ να στηρίζω όποιον με χρειαστεί, είπα και κοίταξα τον Βάσο με νόημα.

Εκείνος μου χάρισε ένα χαμόγελο.

Ήλπιζα ο πίνακας να με βοηθούσε να πλησιάσω έστω και λίγο τον εσωτερικό του κόσμο και να τον ομορφύνω. Όπως εκείνος χρησιμοποιούσε τη δουλειά του ως κωμικός για να αυτοθεραπεύεται, έτσι κι εγώ θα την χρησιμοποιούσα για να αποκτήσω γνώση και να γίνω ένας καλύτερος άνθρωπος.

Όταν ήρθε η ώρα να χρωματίσω τον πίνακα, το έκανα με μεγάλη ανυπομονησία. Πήρα στα χέρια μου την ξύλινη παλέτα με τα χρώματα και το λεπτό μου πινέλο και ξεκίνησα να δίνω ζωή στον κενό καμβά.

Φαντάζει κάπως ειρωνικό να λέω ότι έδινα ζωή στον καμβά, μιας και είχα αποφασίσει να δώσω σκοτεινά χρώματα στον πίνακά μου. Το μόνο φωτεινό χρώμα που χρησιμοποίησα ήταν το κόκκινο για τη μύτη, αλλά κι αυτό επισκιαζόταν από το μαύρο, το λευκό και το γκρι. Επέλεξα να αφήσω τη μύτη κόκκινη ώστε να υπάρχει έστω και μια φωτεινή νότα στον πίνακα, όπως υπήρχε μια φωτεινή νότα και στη ζωή του Βάσου: τα παιδιά. Άλλωστε, η κόκκινη μύτη είναι το σήμα κατατεθέν των κλόουν.

Σαν ολοκλήρωσα τον πίνακα, σκούπισα με την χρωματισμένη παλάμη μου το μέτωπό μου λεκιάζοντάς το. Δε με ένοιαξε. Απέμεινα να κοιτάζω το έργο μου ικανοποιημένη.

Με γοήτευσε. Οι ρυτίδες του προσώπου, οι πτυχές στα υφάσματα, όλα ήταν δουλεμένα με λεπτομέρεια. Η ενότητα ανάμεσα στα χρώματα και το φωτισμό έδιναν έμφαση στην καθαρά και δυνατά δοσμένη θλίψη του Βάσου κι αρμονία σε ολόκληρο το πορτραίτο του. Δεν ήταν απλώς άλλο ένα έργο μου. Ήταν μια στροφή της δουλειάς μου, της ψυχής μου ολόκληρης. Παρά το γεγονός ότι τα χρώματα ήταν σκοτεινά, δεν έπαυε να είναι ένας πίνακας ισορροπημένος, εκφραστικός και αυθεντικός.

-Είναι έτοιμος ο πίνακάς σου. Θες να περάσεις αύριο να τον πάρεις; ρώτησα τον Βάσο στο τηλέφωνο.

-Φυσικά. Ανυπομονώ να τον δω! είπε και το κλείσαμε.

Κοίταξα το ρολόι μου. Είχε αργήσει. Δεν το συνήθιζε. Όσες φορές είχε έρθει για να τον ζωγραφίσω, ήταν στην ώρα του. Περίμενα άλλα δέκα λεπτά και αφού δεν εμφανίστηκε αποφάσισα να τον καλέσω, μα με πρόλαβε.

-Πού είσαι; Δε θα έρθεις; τον ρώτησα με το που απάντησα στην κλήση του.

-Όχι. Θα τον κρατήσεις εσύ τον πίνακα.

-Τι σε έκανε να αλλάξεις γνώμη; απόρησα.

-Έμαθαν στη δουλειά για τα φάρμακα που παίρνω και με απέλυσαν. Λένε πως δεν κάνει να δουλεύω με παιδιά. Δε θέλω να δω κανέναν και τίποτα. Πόσο μάλλον τον πίνακα που θα μου θυμίζει μια ζωή το γιατί με απέλυσαν.

Έμεινα εμβρόντητη και βάλθηκα να τον παρηγορώ προσπαθώντας να σκεφτώ τρόπους για να τον βοηθήσω.

-Δεν επιτρέπεται να σε απολύουν για θέματα υγείας. Μπορείς να κινηθείς νομικά, τον συμβούλεψα, μα ήξερα πως δε θα το τολμούσε.

-Όχι, δεν μπορώ να το κάνω αυτό.

-Τότε θα κάνω εγώ κάτι για σένα. Το μόνο που θέλω είναι όταν σε πάρω τηλέφωνο και σου πω πού να είσαι και πότε, να το κάνεις.

-Καλώς, είπε αναστενάζοντας.

Μερικούς μήνες μετά

Η έκθεση ζωγραφικής μου με θέμα την ψυχική υγεία είχε μπόλικους επισκέπτες. Αποσπούσα πολλά συγχαρητήρια για τη δουλειά μου κι αρκετοί πίνακες μου φαινόντουσαν να έχουν βρει αγοραστές. Ο Βάσος ήταν εκεί, ντυμένος με κανονικά ρούχα. Ήταν η πρώτη φορά που τον έβλεπα χωρίς την στολή κι ήταν θαυμάσιος, ακόμη κι αν δεν το πίστευε ο ίδιος.

Όταν αποκαλύφθηκε το πορτραίτο του θλιμμένου κλόουν, ο κόσμος χειροκρότησε. Και χειροκρότησε ξανά μόλις αποκάλυψα ποιος κρυβόταν κάτω από το κωμικά ζωγραφισμένο πρόσωπο.

-Θέλω να ευχαριστήσω τον Βάσο, διότι χωρίς αυτόν η σημερινή έκθεση δε θα είχε γίνει. Κι ελπίζω τώρα που έγινε, να μάθαμε όλοι μας κάτι για την ψυχική υγεία. Πόσο πολύτιμο αγαθό είναι και πόσο πολύτιμοι είναι κι οι άνθρωποι που τη στερούνται και πόσο ανίδεοι είναι οι άνθρωποι που στερούν ευκαιρίες από εκείνους. Καλό σας βράδυ, είπα κλείνοντας την ομιλία μου.

Πλησίασα τον Βάσο.

-Έκανες πολύ καλή δουλειά, μου είπε.

-Κι εσύ το ίδιο.

Ένας κύριος ήρθε κοντά μας και απευθύνθηκε στον Βάσο αναφέροντάς του κάποια δουλειά. Απομακρύνθηκα διακριτικά, αφήνοντας τον Βάσο να αδράξει την ευκαιρία που του δόθηκε.

Πλησίασα κάποιους υποψήφιους αγοραστές.

-Κυρία Ανδριάνα, μπορώ να σας απασχολήσω για λίγο; ζήτησε ο βοηθός μου.

-Πες μου, είπα και τον ακολούθησα.

-Αγοράστηκε ο πίνακας του θλιμμένου κλόουν.

-Από ποιον;

-Από τον κύριο Βάσο.

-Μα… Γιατί να κάνει κάτι τέτοιο; Αν τον ήθελε, θα του τον χάριζα.

-Είπε πως σας το όφειλε…

Αναζήτησα τον Βάσο με το βλέμμα μου. Καθόταν με τη Λυδία που δεν τον είχε αφήσει ήσυχο. Ζητούσε κι άλλες γκριμάτσες, κι άλλα κόλπα. Δεν της χαλούσε χατίρι. Κάποια στιγμή, το βλέμμα του συνάντησε το δικό μου. Μου χαμογέλασε με ευγνωμοσύνη. Ήταν ο πιο ευτυχισμένος «θλιμμένος κλόουν» που είχα δει ποτέ μου…