(Για)Τι (δεν) διαβάζουν οι Έλληνες;

♦ Γιατί δε διαβάζουν οι Έλληνες;

(1) ‘Ονειροπαρμένη’, ‘Αντικοινωνική’, ‘Μούχλα’, ‘Δήθεν κουλτουριάρα’, ‘Τα βιβλία σε έχουν καταστρέψει’, ‘Φαντασμένη’, ‘Το παίζεις έξυπνη’ είναι μερικές από τις κουβέντες που μου έχουν απευθύνει διάφοροι άνθρωποι κατά καιρούς επειδή είμαι βιβλιόφιλη. Εδώ θα ταίριαζε μια από τις αγαπημένες μου παροιμίες: ‘Όσα δεν φτάνει η αλεπού, τα κάνει κρεμαστάρια’.

Σύμφωνα με τον Έλληνα, το διάβασμα είναι περιττή απασχόληση και όποιος το αγαπάει, είναι ξενέρωτος. Πίσω από αυτή την άποψη, κρύβεται συνήθως ανασφάλεια. Ανασφάλεια ότι δε διαθέτει το πλούσιο λεξιλόγιο και την υπομονή για να διαβάσει κάτι περισσότερο από τις αθλητικές ειδήσεις ή συμβουλές για να αποκτήσει επίπεδη κοιλιά.

Το αστείο της υπόθεσης είναι ότι ο ίδιος άνθρωπος που αντιπαθεί το διάβασμα, είναι ο ίδιος με εκείνον που όταν βρεθεί με συνομιλητές πιο καλλιεργημένους από τον ίδιο, μεταλλάσσεται σε ειδήμονα της λογοτεχνίας κι έχει άποψη για τα πάντα. Χρησιμοποιεί τις ελάχιστες γνώσεις που έχει για το θέμα και προσαρμόζεται ανάλογα με ό,τι ειπωθεί από τους υπόλοιπους. Είναι ο ίδιος άνθρωπος που θα αναρτήσει στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης φωτογραφίες από βιβλία που τυχαίνει να βρίσκονται στο σπίτι αλλά δεν έχει ανοίξει ποτέ του και τα συνοδεύει με λεζάντες όπως ‘Διαβάζουμε τώρα’.

(2) Η εξέλιξη της τεχνολογίας είναι από τους μεγαλύτερους εχθρούς του βιβλίου. Πρώτη η τηλεόραση-χαζοκούτι εκτόπισε το βιβλίο ενώ τα τελευταία χρόνια εμφανίστηκαν πιο ισχυροί αντίπαλοι: υπολογιστές, κινητά, ένα σωρό ηλεκτρονικές συσκευές. Τα νέα τεχνολογικά προϊόντα σε συνδυασμό με τους αγχώδεις ρυθμούς της καθημερινότητας εξαιτίας των πολυάριθμων υποχρεώσεων εντείνουν την απομάκρυνση από το βιβλίο. Δεν υπάρχει χρόνος και δύναμη για διάβασμα. Ο Έλληνας προτιμά το σερφάρισμα στο διαδίκτυο, την παρακολούθηση τηλεοπτικών εκπομπών, το χαζολόγημα στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης διότι οι δραστηριότητες αυτές δεν απαιτούν την σκέψη που χρειάζεται η ανάγνωση ενός βιβλίου.

(3) Συνηθισμένη δικαιολογία του Έλληνα που δεν αγοράζει βιβλία είναι η ‘Είναι πολύ ακριβά’. Ακριβότερα είναι τα ποτά που πίνει το Σάββατο, τα τσιγάρα που χρειάζεται όλο τον μήνα, τα τραπέζια στα μπουζούκια και τις ταβέρνες. Υπάρχουν τρόποι διασκέδασης πιο ακριβοί από το βιβλίο. Το βιβλίο, όμως, δεν είναι διασκέδαση αλλά ψυχαγωγία και αυτή η ειδοποιός διαφορά είναι το στοιχείο που επισκιάζει την ακρίβεια του. Γιατί, όντως, κάποιες φορές, το κόστος ενός βιβλίου είναι υψηλό και φαντάζει παράλογο αν αναλογιστούμε ότι η πρώτη ύλη για τη δημιουργία του είναι το χαρτί, ένα υλικό φθηνό. Από την στιγμή, όμως, που υπάρχουν τόσα βιβλιοπωλεία με μόνιμα χαμηλές τιμές και είναι δυνατή η εύρεση καλού βιβλίου με κάτω από 10€, η δικαιολογία για την ακρίβεια δεν ευσταθεί. Εν πάση περιπτώσει, θεωρώ ότι το κόστος ενός βιβλίου είναι ασήμαντο σε σύγκριση με το κόστος που θα πληρώνει κάποιος καθημερινά εξαιτίας της έλλειψης πνευματικής του καλλιέργειας.

(4) Για να γίνει κάποιος βιβλιόφιλος πρέπει να είναι βιβλιόφιλος από παιδί. Πώς να αγαπήσουν, όμως, οι Έλληνες από μικρή ηλικία το βιβλίο όταν το ίδιο το σχολείο δεν τους ενθαρρύνει; Το μάθημα της Λογοτεχνίας υπολειτουργεί. Η ανάγνωση και η μελέτη των κειμένων αντί να είναι δημιουργική και να προάγει την φαντασία και την σκέψη, αποτελεί στεγνή διδασκαλία. Οι μαθητές μελετούν για το συγκεκριμένο μάθημα όχι γιατί τους αρέσει αλλά απλώς για να εξασφαλίσουν τον καλό βαθμό. Εκτός από την ανικανότητα πολλών εκπαιδευτικών να διδάξουν το μάθημα της Λογοτεχνίας, εμπόδιο για την ανάπτυξη της βιβλιοφιλίας αποτελεί και η έλλειψη βιβλιοθηκών στα σχολεία. Εν τούτοις, ακόμη κι όταν υπάρχουν, οι μαθητές δε φαίνονται ιδιαίτερα πρόθυμοι να δανειστούν κάποιο βιβλίο. Δεν είναι πρόθυμοι γιατί οι καθηγητές δεν τους έχουν δώσει τα κατάλληλα κίνητρα.

(5) Η οικογένεια, όμως, είναι ο φορέας που έχει μεγαλύτερο χρέος από όλους να καλλιεργήσει στα παιδιά την αγάπη για τα βιβλία. Δεν το κάνει. Αντ’ αυτού τα εφοδιάζει με τάμπλετ και παιχνιδομηχανές. Για το ρόλο της οικογένειας στην εμφύσηση της βιβλιοφιλίας στα παιδιά, διαβάστε το κείμενο μου Το παιδί, η φακή και το pc .

Το βιβλίο, λοιπόν, για τον Έλληνα είναι βαρετό. Χρησιμεύει μόνο ως διακοσμητικό στην παραλία ή στο facebook. Είχα διαβάσει παλαιότερα ένα άρθρο σε γυναικείο περιοδικό με τίτλο ‘Πώς να το παίξεις ψαγμένη στην παραλία’. Η αρθρογράφος πρότεινε κάποια βιβλία που λειτουργούσαν ως δόλωμα για να σε πλησιάσουν οι άντρες λουόμενοι. Θυμάμαι από τη λίστα μόνο το ‘Κώδικας Da Vinci’. Πριν λίγο καιρό, διάβασα ένα άλλο άρθρο: ‘Πώς να το παίζετε ότι έχετε διαβάσει κλασσική λογοτεχνία’ . Καταλαβαίνω ότι πιο πολύ για χιούμορ πρόκειται αλλά ο Έλληνας με την αντιαναγνωστική στάση θα βολευτεί με ένα τέτοιο λυσάρι στα χέρια του αφού τον απαλλάσσει από το να διαβάσει τα κλασσικά βιβλία ο ίδιος.

Ζούμε, λοιπόν, σε μια κοινωνία όπου θέλουμε να το ‘παίζουμε’ διαβασμένοι κι όχι να είμαστε πραγματικά.

 

♦ Τι διαβάζουν οι Έλληνες;

Ναι, υπάρχουν Έλληνες που διαβάζουν. Το θέμα είναι τι ακριβώς διαβάζουν…

Θυμάμαι μια κουβέντα που είχα πριν καμιά δεκαετία με μια Ελληνίδα που είχε σπουδάσει στο Λονδίνο. Μου συνέκρινε, λοιπόν, την λογοτεχνική παιδεία των Άγγλων με εκείνη των Ελλήνων.

‘Η διαφορά φαίνεται αν τους κοιτάξεις στο δρόμο. Στο Λονδίνο, έβλεπα ανθρώπους να διαβάζουν. Στα τρένα, στα λεωφορεία, παντού. Εδώ, μπαίνεις στον ηλεκτρικό και ή θα ακούνε μουσική ή αν διαβάζουν κάτι, αυτό θα είναι εφημερίδα, όχι βιβλίο.’

Τα τελευταία χρόνια έβλεπα με ευχαρίστηση (στην αρχή) ότι είχε αυξηθεί ο αριθμός των επιβατών που διάβαζαν, γεγονός που σήμαινε ότι είχε αυξηθεί ο αριθμός των αναγνωστών γενικά. Η ευχαρίστηση υποχώρησε όταν ξεκίνησα να παρατηρώ τα εξώφυλλα. Μέχρι στιγμής μου έχουν τύχει μόνο δύο λαμπρές εξαιρέσεις: μια κοπέλα που διάβαζε το ‘Ο Άρχοντας των Δαχτυλιδιών: Η Συντροφιά του Δαχτυλιδιού’ και ένας νεαρός που διάβαζε τη ‘Φόνισσα’ του Παπαδιαμάντη. Τους λάτρεψα και τους δύο αμέσως!

Όλα τα άλλα βιβλία που έχω δει να διαβάζονται είναι αστυνομικά μυθιστορήματα (Συχνότερα του Jo Nesbo και της Camila Langberg), βιβλία του Αύγουστου Κορτώ και βιβλία γυναικείας λογοτεχνίας. Τα τελευταία ακολουθούσαν όλα τους ένα πολύ συγκεκριμένο μοτίβο: Στο εξώφυλλο θα υπήρχε οπωσδήποτε μια γυναικεία φιγούρα ή ένα κοντινό πλάνο στα μάτια της και στοιχεία της φύσης (νερό/ βροχή και δέντρο απαραιτήτως). Ο τίτλος θα ήταν κάτι μεταξύ ‘Υάκινθοι στη γωνιά της μνήμης’, ‘Οι άγγελοι είναι προκατειλημμένοι’ και ‘Παλιές αγάπες στην Κωνσταντινούπολη (Οι ιστορίες που συνδέονται με την Πόλη επιβάλλονται).

Γυναικεία λογοτεχνία, ροζ λογοτεχνία είναι οι επικρατέστερες ονομασίες για αυτό το είδος βιβλίων. Πολύ πιο απλά και σύντομα πρόκειται για άρλεκιν. Ωστόσο, η πραγματική τους ονομασία δεν προτιμάται.

Χρειάζομαι λιγότερα από τα δάχτυλα του ενός χεριού μου για να μετρήσω πόσα βιβλία γυναικείας λογοτεχνίας (Θα χρησιμοποιήσω αυτόν τον όρο αφού ηχεί καλύτερα στα αυτιά ορισμένων) έχω διαβάσει. Δεν έχω σκοπό να τα αυξήσω. Διαβάζω καμιά φορά αποσπάσματα τους όταν βρίσκομαι σε βιβλιοπωλείο και αναζητώ το επόμενο ανάγνωσμα μου. Περισσότερο από περιέργεια να δω προς τι αυτός ο ντόρος. Δε με κεντρίζει κανένα να το αγοράσω και να το συνεχίσω.

Μη έχοντας διαβάσει ολόκληρα βιβλία γυναικείας λογοτεχνίας των γνωστών συγγραφέων (συνήθως γένους θηλυκού), πιθανότατα δε δικαιούμαι να έχω άποψη. Μπορεί να βιάστηκα να κρίνω από τις πρώτες σελίδες. Ίσως αργότερα να έβρισκα ενδιαφέρον σε αυτό που διάβαζα. Αμφιβάλλω βέβαια γιατί αν δεν σε τραβάει ένα βιβλίο από τις πρώτες σελίδες, δε θα σε τραβήξει ούτε μετά.

Δικαιούμαι, ωστόσο, να έχω άποψη για τη θεματολογία των βιβλίων αυτών. Κι εδώ πάλι έχουμε ένα πολύ συγκεκριμένο μοτίβο: έρωτες, κόντρες, μηχανορραφίες οικογενειακά δράματα, πάντοτε όμως με ευτυχή κατάληξη. Στο κέντρο πάντα μια γυναίκα δυναμική, περιπετειώδης, ανεξάρτητη. Κι όμως, όσο παράδοξο κι αν ακούγεται, τα έργα αυτά έχουν βαθύτατα αντιφεμινιστικό χαρακτήρα καθώς αναπαράγονται πολλά στερεότυπα (πχ, η γυναίκα που πάντα έχει στο πίσω μέρος του μυαλού της τον γάμο).

Πέρα από τον αντιφεμινιστικό χαρακτήρα, πρόκειται για βιβλία που γενικότερα στερούνται ουσιώδους περιεχομένου. Δεν αγγίζουν ευρύτερα κοινωνικά και ανθρώπινα προβλήματα. Αν το κάνουν, θα το κάνουν πολύ επιδερμικά. Το μόνο πρόβλημα είναι αυτό της ηρωίδας που έχει να διαλέξει ανάμεσα σε δύο άντρες ή να κατακτήσει εκείνον που ποθεί. Δεν υπάρχουν βαθύτερα νοήματα, δεν διευρύνουν το πνεύμα, δεν ερεθίζουν την σκέψη, δεν… δεν… δεν…

Παρ’ όλα αυτά τα βιβλία της γυναικείας λογοτεχνίας είναι το είδος με τη μεγαλύτερη ζήτηση αυτή την στιγμή. Σε μια εποχή που και το βιβλίο περνάει κρίση, το είδος αυτό αποτελεί σανίδα σωτηρίας για τους εκδοτικούς οίκους. Είναι θλιβερό. Ποιοι είναι, λοιπόν, αυτοί που συντηρούν την γυναικεία λογοτεχνία; Ποιοι είναι οι αναγνώστες που την υποστηρίζουν; Εύκολα, από την ονομασία του είδους, μπορούμε να αντιληφθούμε ότι απευθύνεται κυρίως σε γυναίκες. Γυναίκες ανεξαρτήτως ηλικίας και οικονομικού/ κοινωνικού υπόβαθρου. Από κιουρίες των Βορείων Προαστίων μέχρι καθημερινές απλές γυναίκες. Συνήθως, πάντως, είναι γυναίκες που έχουν ένα απολυτήριο λυκείου (ή ούτε κι αυτό) ή έχουν κάποιο πτυχίο που δεν αξιοποίησαν ποτέ επειδή επωμίστηκαν τις ευθύνες του νοικοκυριού τους. Είναι οι ίδιες γυναίκες που λατρεύουν την Ελένη Μενεγάκη και βλέπουν σαπουνόπερες.

Η ροζ λογοτεχνία είναι ιδανική για εκείνες. Είναι ευκολονόητη και τις κάνει να ξεφεύγουν. Ξεχνάνε προς στιγμήν ότι είναι παντρεμένες με τον Θανάση τον μπυροκοιλιά που δε βοηθάει ποτέ στις δουλειές του σπιτιού και φαντασιώνονται τον Αλέξανδρο, τον εξωπραγματικής ομορφιάς νέο που προσεγγίζει την ηρωίδα.

Προφανώς, η ελλιπής τους μόρφωση καθιστά αδύνατη την ανάγνωση ποιοτικότερων βιβλίων. Η μέση Ελληνίδα δε μπορεί να εντοπίσει τα υψηλά νοήματα πίσω από τους συμβολισμούς ενός κλάσεις ανώτερου βιβλίου, πόσο μάλλον να τα κατανοήσει. Το μόνο που μπορεί να κατανοήσει είναι οι ερωτικές περιπτύξεις ανάμεσα στην ηρωίδα και τον άντρα που ποθεί. Δεν κατακρίνω το ότι ίσως να μη μπόρεσε να μορφωθεί αλλά ας μην υποστηρίζει ότι η γυναικεία λογοτεχνία είναι αριστούργημα γιατί δεν πρόκειται για πραγματική λογοτεχνία, όπως με τον ίδιο τρόπο οι σημερινοί στιχουργοί τσιφτετελομπουζουκοτράγουδων δε λογίζονται ως μουσικοί.

Μερικοί υποστηρίζουν ότι από το να διαβάζει κάποιος περιοδικά με κουτσομπολιά και lifestyle, είναι προτιμότερο να διαβάζει γυναικεία λογοτεχνία. Διαφωνώ γιατί δεν εντοπίζω καμία διαφορά ανάμεσα σε αυτά τα δύο. Θα μπορούσα να είμαι πιο επιεικής αν είχε κάτι να δώσει η γυναικεία λογοτεχνία μα δεν έχει. Ούτε ‘προθάλαμος’ είναι για την πραγματική λογοτεχνία όπως υποστηρίζεται αφού σπάνια ένας αναγνώστης ρηχών βιβλίων θα στραφεί σε άλλο λογοτεχνικό είδος, πόσο μάλλον σε κάτι τόσο υψηλής αξία όπως ένα βιβλίο κλασσικό.

Εδώ οι ίδιοι οι συγγραφείς δε διαβάζουν και αυτός είναι ένας ακόμη λόγος που δε διαβάζουν οι Έλληνες. Είτε γράφουν οι ίδιοι επηρεασμένοι από τη ρήση του Ντισραέλι ‘Όταν θέλω να διαβάσω ένα καλό βιβλίο γράφω ένα’ είτε αποθαρρύνονται από τους συγγραφείς. Όσοι διαφημίζονται είναι μόνο όσοι προωθούνται από τα κυκλώματα τους. Ένα πολύ μεγάλο ποσοστό δεν έχει καμία σχέση με αληθινούς συγγραφείς. Φέρονται με τρομερή έπαρση με αποτέλεσμα να γίνονται αντιπαθείς. Δεν είναι πνευματικοί άνθρωποι όπως οφείλουν να είναι οι συγγραφείς αλλά επιχειρηματίες.

Όλα τα παραπάνω δε θα έπρεπε να μας αποθαρρύνουν αλλά να μας πεισμώνουν. Υπάρχουν στα βιβλιοπωλεία βιβλία με ενέργεια, με προσωπικότητα, όχι μόνο γλυκανάλατα μυθιστορήματα. Η επιλογή ενός βιβλίου θέλει προσοχή. Πάνω από όλα θέλει χρόνο και συναίσθημα.

Ο Έλληνας όπως είπαμε δεν έχει χρόνο… για διάβασμα. Για άλλα πράγματα έχει χρόνο. Όταν θέλεις κάτι, βρίσκεις τον χρόνο. Άρα δεν το θέλει πραγματικά. Δεν το θέλει γιατί είναι κουρασμένος. Ούτε αυτό αληθεύει. Δεν πρόκειται περί κούρασης αλλά περί βαρεμάρας. Ο Έλληνας δε θέλει να κουράζει το μυαλό του. Είναι πνευματικά οκνηρός και επιζητά δραστηριότητες που θα επιτρέπουν να έχει το κεφάλι του ήσυχο. Η ησυχία αυτή περισσότερο για αποκοίμισμα μου κάνει.

Ίσως το βιβλίο να μην είναι τελικά για όλους, όπως και κάθε μορφής τέχνη. Δεν έχουν όλοι μαγεία μέσα τους. Δε θα ήταν υπέροχο όμως να είχαμε; Από την στιγμή που είναι αναμφισβήτητη η αξία του βιβλίου γιατί δεν προσπαθούμε περισσότερο; Σύμφωνα με έρευνες γύρω στο 40% των Ελλήνων δεν διαβάζει. Από το υπόλοιπο 60%, μόνο το 10% διαβάζει συστηματικά (Δηλαδή περισσότερα από 10 βιβλία τον χρόνο) αρά μόνο όσοι ανήκουν σε αυτό το ποσοστό μπορούν να αποκαλούνται ‘βιβλιόφιλοι’.

Τα ποσοστά αυτά είναι στενάχωρα αλλά καλύτερα από άλλα χρόνια. Ενθαρρυντική είναι και η αύξηση στις πωλήσεις βιβλίων παιδικής λογοτεχνίας. Προφανώς, δεν είναι εύκολο να αλλάξει ριζικά από τη μια στιγμή στην άλλη ένας λαός που δεν έχει την κουλτούρα για να διαβάσει. Οι αλλαγές, όμως προχωράνε κι ας είναι με αργούς ρυθμούς. Είναι πάντα ευπρόσδεκτες.

Γι’ αυτό, έτσι για αλλαγή, δοκίμασε να μην μπεις στο facebook σήμερα. Πιάσε ένα βιβλίο και διάβασε έστω λίγες σελίδες. Και πού ξέρεις; Μπορεί κάπου ανάμεσα τους να βρεις εκείνη τη μαγεία που λέγαμε πριν. Αν την βρεις… Άσε… Δε θα σου πω… Δοκίμασε το και θα καταλάβεις… 🙂

John Holcroft