Να θυμηθώ να παραγγείλω-Στέλιος Μάινας

⭐⭐⭐

Η Άννα, αναισθησιολόγος, βρίσκεται στη φυλακή. Έχει κατηγορηθεί για κατάχρηση της ιατρικής της ιδιότητας πραγματοποιώντας ενεργητική ευθανασία τρεις φορές.

Όπως είναι φανερό, το βιβλίο πραγματεύεται το αμφιλεγόμενο ζήτημα της ευθανασίας. Δεν πρόκειται για εύκολο θέμα και δεν αποτελεί συχνά κεντρική ιδέα σε μυθιστορήματα.

Το «Να θυμηθώ να παραγγείλω» δεν αποπειράται να αγγίξει το ζήτημα με κριτική διάθεση ούτε να το εξετάσει από ηθική σκοπιά. Η διαχείριση του είναι πραγματικά πολύ διακριτική. Εστιάζει στην ανάδειξη της ψυχοσύνθεσης του ανθρώπου που πραγματοποιεί την ευθανασία.

Πράγματι, η εμβάθυνση στις σκέψεις, τα συναισθήματα και τον χαρακτήρα της πρωταγωνίστριας είναι τόσο ενδελεχής και το θεωρώ διπλά θετικό γνώρισμα δεδομένου ότι αυτή η εμβάθυνση στη γυναικεία ψυχοσύσταση επετεύχθη από άντρα συγγραφέα.

Η αφήγηση είναι πρωτοπρόσωπη και εναλλάσσεται ανάμεσα στο παρόν στη φυλακή και στο παρελθόν από όπου αντλούμε υλικό για το πώς έχει δομηθεί η προσωπικότητα της Άννας και το πώς οδηγήθηκε στις επιλογές που έκανε. Προσωπικά, ίσως να ήθελα λιγότερη ανάλυση του όχι τόσο πρόσφατου παρελθόντος της και μεγαλύτερη εστίαση σε ό, τι αφορούσε τις ευθανασίες που πραγματοποίησε. Έμαθα πράγματα για την Άννα που μου ήταν περιττά ενώ θα μπορούσα να είχα μάθει περισσότερα κομβικά για την εξέλιξη της πλοκής στοιχεία.

Η γραφή είναι ρέουσα και απολαυστική. Το μυθιστόρημα επιτυγχάνει τον σκοπό του ο οποίος δεν είναι να δώσει λύσεις και μαθήματα ηθικής ή να σοκάρει αλλά να προβληματίσει.

Δυστυχώς, ενώ διάβαζα το βιβλίο με πραγματική λαχτάρα, αυτή κόπηκε απότομα όταν έφτασα στο τέλος. Ήταν σαν να ακύρωσε ό, τι προηγήθηκε. Έμοιαζε σαν να δόθηκε βιαστικά, σαν να υπήρχε μια προθεσμία και έπρεπε γρήγορα να γεμίσουν οι τελευταίες σελίδες. Ένιωσα σαν να βλέπω μια πολύ ενδιαφέρουσα ταινία όπου τελικά όλα ήταν στη φαντασία του πρωταγωνιστή ή έβλεπε κάποιο όνειρο. Η πιο εύκολη λύση δηλαδή. Πλην του τέλους, είναι ένα καλογραμμένο και ώριμο έργο που μου έδωσε τροφή για σκέψη και με ώθησε να αναζητήσω και άλλα έργα με το ίδιο κεντρικό θέμα.

Βιβλία Αυγούστου 2021

Δυστυχώς, για μένα ο Αύγουστος δεν ήταν καλός μήνας για ανάγνωση βιβλίων. Όσα επέλεξα δεν κατάφεραν να με αγγίξουν.

Δεν πειράζει. Ο επόμενος μήνας αναμένεται καλύτερος. Υπάρχουν πολλά ακόμη βιβλία να διαβαστούν. 🙂

Τίτλος: The things they carried

Ελληνικός τίτλος: (Μη διαθέσιμο)

Συγγραφέας: Tim O’ Brien

Εκδόσεις: Fourth Estate Ltd

Το βιβλίο ‘The things they carried’ είναι μια συλλογή από σύντομες ιστορίες από τον πόλεμο του Βιετνάμ, οι οποίες ενδέχεται να αληθεύουν αλλά μπορεί και όχι, όπως υπαινίσσεται ο συγγραφέας. O Tim O’ Brien ήταν στρατιώτης στον συγκεκριμένο πόλεμο και μέσω της πρωτοπρόσωπης αφήγησης μας μεταφέρει τις προσωπικές του εμπειρίες αλλά και τις εμπειρίες άλλων στρατιωτών.

Μέσα από όλες τις ιστορίες, που συνδέονται μεταξύ τους, ο αναγνώστης μπορεί να νιώσει τη φρίκη του πολέμου. Οι νεαροί στρατιώτες δεν κουβαλούσαν μονάχα πράγματα. Το βαρύτερο φορτίο τους ήταν τα συναισθήματα τους. Ενοχή, αμφιβολία, θάρρος, οργή, φόβος, νοσταλγία για το σπίτι τους, πόνος για την απώλεια των φίλων τους. Το βιβλίο λοιπόν, δεν αναλώνεται σε πολιτικές και ιστορικές αναφορές αλλά στα ανεπούλωτα συναισθηματικά τραύματα των στρατιωτών.

Το βιβλίο συμπεριλήφθη στη λίστα με τα απαγορευμένα λόγω του σεξουαλικού και βίαιου περιεχομένου του. Η αλήθεια είναι πως είναι ένα βιβλίο βαρύ, σκληρό και ωμό. Περιλαμβάνει ανατριχιαστικές περιγραφές από παραμορφωμένα πτώματα και βασανισμού ζώου μεταξύ άλλων.

Εξαιτίας αυτού, δεν κατάφερα να το ολοκληρώσω και σίγουρα δεν το προτείνω σε όσους δεν έχουν γερό στομάχι.

Αξίζει να σημειωθεί ότι αναμένεται και η ταινία που θα βασιστεί στο βιβλίο. Τα γυρίσματα βρίσκονται σε εξέλιξη και ένας εκ των πρωταγωνιστών θα είναι ο Tom Hardy.

Τίτλος: The catcher in the rye

Ελληνικός τίτλος: Ο φύλακας στη σίκαλη

Συγγραφέας: J. D. Salinger

Εκδόσεις: Little, Brown and Company

Ο ‘φύλακας στη σίκαλη’ είναι η ιστορία του δεκαεξάχρονου Holden Caulfield. Ο Holden έχει κοπεί από τρία διαφορετικά σχολεία και ενώ βρίσκεται στο τέταρτο, λαμβάνει ειδοποίηση πως αποβάλλεται και από αυτό. Αποφασίζει να φύγει από το σχολείο δύο μέρες νωρίτερα από την ημερομηνία που του έχει δοθεί, με σκοπό να εξερευνήσει τη Νέα Υόρκη προτού επιστρέψει στο σπίτι του και αναγκαστεί να αντιμετωπίσει τους γονείς του και να τους πληροφορήσει για τη νέα του αποτυχία.

Από την στιγμή της αναχώρησης του από το σχολείο Pencey μέχρι και λίγο πριν το τέλος του βιβλίου, ο Holden αποζητά απεγνωσμένα την επικοινωνία είτε επιχειρώντας να πάρει τηλέφωνο κάποιον αλλά στο τέλος να μην το κάνει είτε μιλώντας σε κάθε άγνωστο που συναντάει. Εκτός αυτού, επιδιώκει σεξουαλική επαφή με σχεδόν κάθε γυναίκα που συναντάει. Οι περισσότερες από αυτές μάλιστα, είναι αρκετά μεγαλύτερες του. Οι προσπάθειες του αποτυγχάνουν η μία μετά την άλλη καθώς η ανωριμότητα του εκνευρίζει τους άλλους.

Ο ‘φύλακας στη σίκαλη’ θεωρείται ένα δυνατό βιβλίο και ο χαρακτήρας του Holden είναι από τους πιο αγαπητούς της αμερικανικής λογοτεχνίας. Δυστυχώς, δεν μπορώ να συμφωνήσω. Δεν συναισθάνθηκα τον ήρωα και δεν βίωσα μαζί του τις εμπειρίες του. Η συμπεριφορά του είναι παιδαριώδης και δεν φαίνεται να έχει πρόθεση να αλλάξει. Η όλη ιστορία δεν μου φάνηκε ρεαλιστική και στερείται βάθους και κλιμάκωσης.

Η ανάγνωση του συγκεκριμένου βιβλίου με έκανε να βαρεθώ πολύ.

Τίτλος: The friend

Συγγραφέας: Sigrid Nunez

Ελληνικός τίτλος: Ο φίλος

Εκδόσεις: Riverhead Books

Μία συγγραφέας θρηνεί τον χαμό του καλύτερου φίλου και μέντορα της, ο οποίος ήταν επίσης συγγραφέας. Μετά την κηδεία του, η συγγραφέας συναντά την τρίτη σύζυγο του, η οποία της ζητάει να αναλάβει τη φροντίδα του γέρικου Μεγάλου Δανού σκύλου που είχε υιοθετήσει πρόσφατα ο εκλιπών. Παρότι τα σκυλιά δεν επιτρέπονται στην πολυκατοικία της γυναίκας, εκείνη δέχεται. Έτσι, πέρα από το δικό της πένθος, καλείται να διαχειριστεί και τη θλίψη του σκύλου, του Απόλλωνα.

Έχοντας ολοκληρώσει την ανάγνωση του βιβλίου, έμεινα με μια αίσθηση απροσδιόριστη. Δεν είχα καταλάβει αν μου άρεσε τελικά ή όχι. Το σκεφτόμουν για μέρες ώσπου κατέληξα πως ένιωθα σαν να μην είχα χορτάσει.

Διαβάζοντας την υπόθεση, περίμενα περισσότερα. Οι αναφορές στην καθημερινή ζωή της συγγραφέως, οι αναδρομές από τη ζωή της με τον εκλιπόντα και οι σκόρπιες πληροφορίες για τη λογοτεχνία ήταν περισσότερες από την αναφορά στην σχέση της με τον σκύλο, που υποτίθεται ότι είναι και το θέμα του βιβλίου. Η ιστορία δεν εμβάθυνε καθόλου σε αυτήν.

Επιπλέον, το τέλος ήταν προβλέψιμο και θεωρώ ότι δόθηκε ξεκάθαρα μόνο και μόνο για να αποσπάσει την συγκίνηση του αναγνώστη. Η κυκλική αφήγηση εξυπηρετεί πολλές φορές την πλοκή αλλά στην περίπτωση αυτή, το αποτέλεσμα ήταν η ιστορία μας να μην έχει καμία απολύτως εξέλιξη και να καταλήξει εκεί από όπου είχε ξεκινήσει.

Το βιβλίο ‘Ο φίλος’ αποτελεί περισσότερο μια συλλογή από λογοτεχνικούς ρεμβασμούς παρά μια δομημένη ιστορία. Παρότι οι λογοτεχνικοί ρεμβασμοί και οι αναφορές σε βιβλία και ταινίες είχαν ενδιαφέρον, αυτό δεν ήταν αρκετό για να απολαύσω το συγκεκριμένο βιβλίο.

Βιβλία Ιουλίου 2021

Τίτλος: Placebo

Συγγραφέας: Σαρίτα Χαΐμ

Εκδόσεις: Μίνωας

Πρωταγωνιστής ο Μπίλλυ, ένας δημιουργικός νέος είκοσι δύο χρόνων. Είναι πτυχιούχος και στοχεύει σε ένα μεταπτυχιακό στο εξωτερικό, το οποίο προς το παρόν παραμένει απλό όνειρο λόγω έλλειψης χρημάτων. Προκειμένου να μαζέψει το πολυπόθητο ποσό ώστε να πραγματοποιήσει το όνειρο του δουλεύει στην καφετέρια της μητέρας του, ενώ τα βράδια ασχολείται με το Placebo, ένα περιοδικό φανζίν που έχει δημιουργήσει.

Οι άνθρωποι που αποτελούν τον περίγυρο του αντιμετωπίζουν ο καθένας τις δικές του προκλήσεις και καλούνται να πάρουν αποφάσεις για τις οποίες δεν είναι έτοιμοι. Αναπόφευκτα, τα αποτελέσματα των επιλογών τους θα έχουν αντίκτυπο και στους γύρω τους. Ενδεικτικά μόνο, η Μαρίνα, η αδερφή του Μπίλλυ και οι γονείς τους Άννα και Γιάννης.

Η Μαρίνα είναι μια εσωστρεφής έφηβη που έχει πέσει θύμα ηλεκτρονικού εκβιασμού και αυτοτιμωρείται χαράζοντας το δέρμα της με ξυράφι. Απορρίπτει κάθε προσπάθεια της μητέρας της να την πλησιάσει. Από την άλλη, ο γάμος των γονιών της βρίσκεται σε τέλμα και οι ίδιοι δεν καταβάλλουν ιδιαίτερα ένθερμες προσπάθειες για την αναζωογόνηση του.

Η Σαρίτα Χαΐμ κατάφερε να αποτυπώσει όλη την σύγχρονη ελληνική πραγματικότητα στο βιβλίο της. Τη ζωή εν μέσω της οικονομικής κρίσης, την αποξένωση των μελών της οικογένειας, τον ρατσισμό, την αμφιβολία του τι επιφυλάσσει το μέλλον, το αδιέξοδο κάθε νέου ανθρώπου στην Ελλάδα που προσπαθεί να βρει τον εαυτό του και λαχταράει να ζήσει τη ζωή μα δεν μπορεί όπως θα ήθελε και όπως του αξίζει. Είναι άλλωστε η πιο χαρακτηριστική φράση του βιβλίου: …το να είσαι νέος στη σύγχρονη Ελλάδα μοιάζει ασυγχώρητο.

Μια θλιβερή πραγματικότητα απεικονίζεται στις σελίδες του βιβλίου μα αυτή η ωμή ρεαλιστικότητα, χωρίς καμία ωραιοποίηση είναι που το καθιστά άξιο . Τα πρόσωπα της ιστορίας είναι πρόσωπα γνώριμα, στα οποία μπορούμε να αναγνωρίσουμε οικεία μας πρόσωπα ή και τον εαυτό μας. Η συγγραφέας έχει εμβαθύνει στην ψυχή και τα συναισθήματα κάθε ήρωα ξεχωριστά με αριστοτεχνικό τρόπο. Τα εκφραστικά μέσα που χρησιμοποιούνται για την απόδοση της ψυχοσύνθεσης των ηρώων είναι εκπληκτικά και ήταν πολλές οι φορές που διάβαζα και ξαναδιάβαζα κάποιες φράσεις γιατί ήταν ασύλληπτη η ευρηματικότητα τους.

Εν ολίγοις είναι ένα βιβλίο που ταρακουνάει, ξεβολεύει και επιτελεί τον ρόλο που οφείλει να επιτελεί ένα βιβλίο: να προσφέρει τροφή για σκέψη. Παρά τον όγκο του (520 σελίδες) διαβάζεται ευχάριστα και πολύ εύκολα σε σύντομο χρονικό διάστημα. Σε αυτό συμβάλλουν και οι εκπλήξεις στην πλοκή καθώς και κάποιες χιουμοριστικές σκηνές όταν το κλίμα έχει βαρύνει λίγο. Υπάρχει μια γλυκιά ισορροπία.

Το ‘Placebo’ της Σαρίτα Χαΐμ διαψεύδει τον Καλλίμαχο που δήλωνε ‘Μέγα βιβλίον μέγα κακόν’.

Τίτλος: Ναζιράν- Καμένη από οξύ

Συγγραφέας: Célia Mercier

Εκδόσεις: Παπαδόπουλος

Το βιβλίο είναι η προσωπική μαρτυρία της Ναζιράν Μπίμπι, μιας γυναίκας από το Πακιστάν. Η λέξη ‘δύσκολη’ είναι φτωχή για να περιγράψει τη ζωή της. Πέρα από το ότι γεννήθηκε και μεγάλωσε σε μια κοινωνία όπου έπρεπε να είναι υποταγμένη, μόλις στα δεκατρία της χρόνια την παντρεύουν με έναν άντρα. Η καθημερινότητα της είναι εφιαλτική με αποκορύφωμα την επίθεση με βιτριόλι που υφίσταται στα είκοσι δύο της χρόνια από τον δεύτερο σύζυγο της (που πάλι της έχουν επιβάλει). Η επίθεση της καταστρέφει το πρόσωπο και κατ’ επέκταση τη ζωή της. Ωστόσο, επιδεικνύει τεράστια δύναμη ψυχής και παράλληλα απευθύνεται στο Ίδρυμα Επιζώντων από Επιθέσεις με Οξύ.

Τα λόγια για αξιολόγηση περισσεύουν όταν διαβάζει κάποιος ένα βιβλίο σαν το ‘Ναζιράν-Καμένη από οξύ’ καθώς δεν πρόκειται για ένα λογοτεχνικό μυθιστόρημα αλλά για μια σοκαριστική αληθινή ιστορία. Ένα βιβλίο που στιγματίζει τον αναγνώστη και τον ακολουθεί για όλη του τη ζωή καθώς η ενασχόληση με την ιστορία αυτή δεν σταματά με το πέρας της ανάγνωσης του βιβλίου. Σε αναγκάζει να ερευνήσεις περισσότερο το ζήτημα των επιθέσεων με βιτριόλι. Όσο περισσότερο αναζητάς πληροφορίες, τόσο πιο πολύ απογοητεύεσαι.

Γιατί η ιστορία της Ναζιράν δεν είναι μεμονωμένη. Είναι μία από τις χιλιάδες παρόμοιες ιστορίες και παρόλο που έχουν αυξηθεί τα μέτρα σε κάποιες χώρες όπου το φαινόμενο επίθεσης με βιτριόλι είναι συχνό, δεν έχει παρατηρηθεί η αναμενόμενη εξάλειψη του. Επιπλέον, δεν είναι ένα φαινόμενο απομακρυσμένο από τη δική μας πραγματικότητα όπως απέδειξε και η επίθεση με βιτριόλι στην Καλλιθέα στις 20 Μαΐου του 2020.

Το βιβλίο ‘Ναζιράν-Καμένη από οξύ’ είναι ένα βιβλίο που οφείλουν όλοι να διαβάσουν καθώς καθηλώνει, είναι διδακτικό και θίγει ζητήματα βίας και απονομής δικαιοσύνης που αξίζει να μας απασχολήσουν περισσότερο.

Τα βιβλία του καλοκαιριού 2017

Το λάθος αστέρι (3/5) / Η θεία Τούλα (1/5) / Η κόκκινη χορεύτρια (1/5) / Το βιβλίο της Κατερίνας (4/5)

 

Τίτλος: Το λάθος αστέρι (The fault in our stars)

Συγγραφέας: John Green

Εκδόσεις: ΛΙΒΑΝΗ

Η Χέιζελ Γκρέις, η πρωταγωνίστρια του βιβλίου, είναι μια έφηβη, η οποία χάρις σε ένα φάρμακο έχει εξασφαλίσει μερικά ακόμη χρόνια ζωής στη μάχη της εναντίον του καρκίνου. Η μητέρα της θέλοντας να την βοηθήσει να κοινωνικοποιηθεί, την πείθει να συμμετάσχει σε μια υποστηρικτική ομάδα παιδιών με καρκίνο. Εκεί, γνωρίζει τον Ογκάστους Γουότερς, ο οποίος καταφέρνει να αναζωπυρώσει τη δίψα της για ζωή.

Θα έλεγα ότι το ‘Λάθος αστέρι’ ανήκει περισσότερο στο είδος της εφηβικής λογοτεχνίας. Δεν συνηθίζω πλέον να διαβάζω τέτοια βιβλία μα επηρεασμένη από την ταινία, η οποία μου άρεσε και από το γεγονός ότι καμιά φορά θέλω να διαβάζω κάτι πιο ξεκούραστο και αισθηματικό, το επέλεξα.

Τα βιβλία που αγγίζουν το ευαίσθητο θέμα του καρκίνου είναι δακρύβρεχτα και κατά συνέπεια εμπορικές επιτυχίες. Ξεφυτρώνουν διαρκώς μα δυστυχώς, τις περισσότερες φορές υστερούν σε ιδιαίτερη αξία καθώς αναπαράγουν όλα τα στερεότυπα για τους καρκινοπαθείς και προκαλούν οίκτο. Το ‘Λάθος αστέρι’ ναι μεν, έγινε best seller και προκάλεσε έντονο ντόρο αλλά μου φάνηκε πιο ήπιο από άλλα παρόμοια βιβλία. Νομίζω ότι ο συγγραφέας χειρίστηκε το όλο θέμα με περισσότερο σεβασμό.

Ένα αρνητικό σημείο που εντόπισα ήταν η έλλειψη πειστικότητας των χαρακτήρων. Οι δύο έφηβοι πρωταγωνιστές παρουσιάζονται ασυνήθιστα ευφραδείς για την ηλικία τους. Επιπλέον και οι απόψεις τους για τη ζωή και τον κόσμο δεν συνάδουν με αυτήν. Δεν αποκλείω το να υπάρχουν όντως έφηβοι που έχουν ισχυρή εκφραστική δεινότητα μα οι συγκεκριμένοι λίγο λείπει να παρουσιαστούν ως φιλόσοφοι.

Είναι ένα βιβλίο που μου προξένησε λύπη και δάκρυα μα δε θα μπορούσα παρασυρόμενη από αυτό, να ισχυριστώ ότι το βιβλίο αυτό είναι άριστο. Το βρήκα συμπαθητικό. Η ταινία μου άρεσε περισσότερο. Έχω τη γνώμη ότι ο σκηνοθέτης κατάφερε με μεγαλύτερη επιτυχία από τον συγγραφέα να με ικανοποιήσει.

 

Τίτλος: Η θεία Τούλα

Συγγραφέας: Miguel de Unamuno

Εκδόσεις: GUTENBERG

Η θεία Τούλα, η κεντρική ηρωίδα του ομώνυμου βιβλίου, είναι μια γυναίκα που αφήνει στάσιμη την προσωπική της ζωή προκειμένου να μεγαλώσει τα παιδιά της πεθαμένης αδερφής της. Ζει με τον κουνιάδο της και αρνείται να παντρευτεί τον ίδιο ή και οποιονδήποτε άλλο άντρα διότι επιθυμεί να διατηρήσει την παρθενιά της και να παραμείνει μητέρα μονάχα από πνευματικής άποψης.

Η θεία Τούλα αποτελεί μια αινιγματική προσωπικότητα, για την οποία έχουν εκφραστεί εκ διαμέτρου αντίθετες απόψεις. Άλλοι υποστηρίζουν ότι είναι σαν αγία ενώ άλλοι την αποκαλούν μέχρι και τέρας. Προσωπικά, η θεία Τούλα δε μου έγινε συμπαθής. Θεωρώ ότι είναι μια γυναίκα ανέραστη και εξαιτίας αυτού γίνεται ζηλιάρα και αυταρχική. Τα κίνητρα της δε νομίζω πως είναι τόσο αγαθά και πως επιλέγει να διατηρήσει την αγνότητα της μόνο και μόνο για να μεγαλώσει τα παιδιά της αδερφής της. Υπάρχουν βαθύτερα μα ακατανόητα αίτια.

Στο βιβλίο αυτό, ο διάλογος δεσπόζει. Υπήρχαν συνομιλίες που εκτυλίσσονταν ακόμη και σε δύο ή περισσότερες σελίδες. Σε γενικές γραμμές, αγαπώ τον διάλογο στις ιστορίες που διαβάζω μα στη ‘Θεία Τούλα’ με κούραζε. Επιπλέον, ένιωθα λες και διάβαζα σενάριο μεξικάνικης σαπουνόπερας.

Παρ’ όλα αυτά, θα ήθελα ύστερα από κάποια χρόνια να ξαναδιαβάσω το συγκεκριμένο βιβλίο, μήπως καταφέρω να ψυχολογήσω καλύτερα την ηρωίδα. Γιατί, είτε την συμπαθήσεις είτε την αντιπαθήσεις, η θεία Τούλα είναι ένας χαρακτήρας που θα απασχολεί το μυαλό σου για πάντα.

 

Τίτλος: Η κόκκινη χορεύτρια

Συγγραφέας: Richard Skinner

Εκδόσεις: ΕΜΠΕΙΡΙΑ ΕΚΔΟΤΙΚΗ

Η κόκκινη χορεύτρια είναι η Μαργκαρέτα Γκεερτρούντα Ζέλε ή αλλιώς Μάτα Χάρι. Ο συγγραφέας επιχειρεί με ένα μείγμα αλήθειας και μυθοπλασίας να παρουσιάσει τη ζωή της μέσα από τα μάτια όσων την γνώρισαν. Σχεδόν κάθε κεφάλαιο, λοιπόν, είναι και ένας άνθρωπος που είχε γνωρίσει αυτή τη γυναίκα. Παρεμβάλλονται και κάποια κεφάλαια που θυμίζουν λήμματα εγκυκλοπαίδειας και αφορούν κυρίως αντικείμενα εκείνης της εποχής.

Απογοητεύτηκα με την ‘Κόκκινη χορεύτρια’. Είναι παράδοξο το πώς ένα έργο για μια τόσο μυστηριώδη προσωπικότητα είναι τόσο βαρετό. Η ανάγνωση του ήταν εντελώς επίπεδη, χωρίς καμία κορύφωση και έγινε πιο πολύ μηχανικά. Βρήκα πολύ πιο ενδιαφέροντα τα βοηθητικά κεφάλαια που τουλάχιστον προσέφεραν γνώση και ευχαρίστηση.

Η ‘Κόκκινη χορεύτρια’ δεν ρίχνει καθόλου φως στην υπόθεση της Μάτα Χάρι. Ακόμη και σήμερα αναρωτιόμαστε αν ήταν τελικά κατάσκοπος ή όχι. Ο συγγραφέας θα μπορούσε να έχει κάνει πιο ενδελεχή έρευνα και να μην έχει αρκεστεί σε αοριστίες και προχειρότητες. Δεν υπήρχε καμία πειστικότητα παρόλο που το βιβλίο στηρίζεται και σε πραγματικά γεγονότα. Η αδυναμία αυτή οφείλεται σημαντικά στην επιλογή του συγγραφέα να αφηγηθούν την ιστορία της άλλοι άνθρωποι και όχι η ίδια.

Δυστυχώς, λοιπόν, η ‘Κόκκινη χορεύτρια’ δεν μου άρεσε.

 

Τίτλος: Το βιβλίο της Κατερίνας

Συγγραφέας: Αύγουστος Κορτώ

Εκδόσεις: ΠΑΤΑΚΗ

Η Κατερίνα είναι η μητέρα του ίδιου του συγγραφέα. Το φάντασμα της αφηγείται τη ζωή της που σημαδεύτηκε από την πανίσχυρη αγάπη για τον γιο της και την μάχη με μια αδιάγνωστη μανιοκατάθλιψη (διπολική διαταραχή).

Στην αξιολόγηση μου για το ‘Λάθος αστέρι’ ανέφερα ότι τα περισσότερα βιβλία για τον καρκίνο είναι εσκεμμένα σπαραξικάρδια. Θα μπορούσα να επεκταθώ λέγοντας ότι συνήθως είναι έτσι τα βιβλία που αφορούν όχι μόνο τον καρκίνο αλλά κάθε λογής ασθένεια, σωματική ή ψυχική. Είναι αξιέπαινο, λοιπόν, το γεγονός ότι ενώ το ‘Βιβλίο της Κατερίνας’ πραγματεύεται τη ζωή με μια ψυχική ασθένεια-και μια ψυχική ασθένεια που είναι πολύ της μόδας να αναφέρεται και να χρησιμοποιείται για εμπορικούς σκοπούς- δεν είναι σε καμία περίπτωση μελοδραματικό. Είναι ένα βιβλίο λυπηρό, σκληρό, συγκινητικό. Ένα βιβλίο που σε ταρακουνά, σε ρουφάει μέσα του. Είναι ένα βιβλίο με ψυχή. Την ψυχή του συγγραφέα και της μητέρας του γιατί ο Κορτώ έχει καταθέσει την ψυχή του σε αυτό το (αυτο)βιογραφικό μυθιστόρημα.

Έχει κάνει θαυμάσια δουλειά και μπορώ μόνο να υποθέσω πόσο πόνεσε και από τα βιώματα του και από την καταγραφή τους. Ο πόνος, όμως, αποτελεί δυστυχώς ή ευτυχώς τη μεγαλύτερη έμπνευση και το ‘Βιβλίο της Κατερίνας’ το αποδεικνύει.

(Για)Τι (δεν) διαβάζουν οι Έλληνες;

♦ Γιατί δε διαβάζουν οι Έλληνες;

(1) ‘Ονειροπαρμένη’, ‘Αντικοινωνική’, ‘Μούχλα’, ‘Δήθεν κουλτουριάρα’, ‘Τα βιβλία σε έχουν καταστρέψει’, ‘Φαντασμένη’, ‘Το παίζεις έξυπνη’ είναι μερικές από τις κουβέντες που μου έχουν απευθύνει διάφοροι άνθρωποι κατά καιρούς επειδή είμαι βιβλιόφιλη. Εδώ θα ταίριαζε μια από τις αγαπημένες μου παροιμίες: ‘Όσα δεν φτάνει η αλεπού, τα κάνει κρεμαστάρια’.

Σύμφωνα με τον Έλληνα, το διάβασμα είναι περιττή απασχόληση και όποιος το αγαπάει, είναι ξενέρωτος. Πίσω από αυτή την άποψη, κρύβεται συνήθως ανασφάλεια. Ανασφάλεια ότι δε διαθέτει το πλούσιο λεξιλόγιο και την υπομονή για να διαβάσει κάτι περισσότερο από τις αθλητικές ειδήσεις ή συμβουλές για να αποκτήσει επίπεδη κοιλιά.

Το αστείο της υπόθεσης είναι ότι ο ίδιος άνθρωπος που αντιπαθεί το διάβασμα, είναι ο ίδιος με εκείνον που όταν βρεθεί με συνομιλητές πιο καλλιεργημένους από τον ίδιο, μεταλλάσσεται σε ειδήμονα της λογοτεχνίας κι έχει άποψη για τα πάντα. Χρησιμοποιεί τις ελάχιστες γνώσεις που έχει για το θέμα και προσαρμόζεται ανάλογα με ό,τι ειπωθεί από τους υπόλοιπους. Είναι ο ίδιος άνθρωπος που θα αναρτήσει στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης φωτογραφίες από βιβλία που τυχαίνει να βρίσκονται στο σπίτι αλλά δεν έχει ανοίξει ποτέ του και τα συνοδεύει με λεζάντες όπως ‘Διαβάζουμε τώρα’.

(2) Η εξέλιξη της τεχνολογίας είναι από τους μεγαλύτερους εχθρούς του βιβλίου. Πρώτη η τηλεόραση-χαζοκούτι εκτόπισε το βιβλίο ενώ τα τελευταία χρόνια εμφανίστηκαν πιο ισχυροί αντίπαλοι: υπολογιστές, κινητά, ένα σωρό ηλεκτρονικές συσκευές. Τα νέα τεχνολογικά προϊόντα σε συνδυασμό με τους αγχώδεις ρυθμούς της καθημερινότητας εξαιτίας των πολυάριθμων υποχρεώσεων εντείνουν την απομάκρυνση από το βιβλίο. Δεν υπάρχει χρόνος και δύναμη για διάβασμα. Ο Έλληνας προτιμά το σερφάρισμα στο διαδίκτυο, την παρακολούθηση τηλεοπτικών εκπομπών, το χαζολόγημα στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης διότι οι δραστηριότητες αυτές δεν απαιτούν την σκέψη που χρειάζεται η ανάγνωση ενός βιβλίου.

(3) Συνηθισμένη δικαιολογία του Έλληνα που δεν αγοράζει βιβλία είναι η ‘Είναι πολύ ακριβά’. Ακριβότερα είναι τα ποτά που πίνει το Σάββατο, τα τσιγάρα που χρειάζεται όλο τον μήνα, τα τραπέζια στα μπουζούκια και τις ταβέρνες. Υπάρχουν τρόποι διασκέδασης πιο ακριβοί από το βιβλίο. Το βιβλίο, όμως, δεν είναι διασκέδαση αλλά ψυχαγωγία και αυτή η ειδοποιός διαφορά είναι το στοιχείο που επισκιάζει την ακρίβεια του. Γιατί, όντως, κάποιες φορές, το κόστος ενός βιβλίου είναι υψηλό και φαντάζει παράλογο αν αναλογιστούμε ότι η πρώτη ύλη για τη δημιουργία του είναι το χαρτί, ένα υλικό φθηνό. Από την στιγμή, όμως, που υπάρχουν τόσα βιβλιοπωλεία με μόνιμα χαμηλές τιμές και είναι δυνατή η εύρεση καλού βιβλίου με κάτω από 10€, η δικαιολογία για την ακρίβεια δεν ευσταθεί. Εν πάση περιπτώσει, θεωρώ ότι το κόστος ενός βιβλίου είναι ασήμαντο σε σύγκριση με το κόστος που θα πληρώνει κάποιος καθημερινά εξαιτίας της έλλειψης πνευματικής του καλλιέργειας.

(4) Για να γίνει κάποιος βιβλιόφιλος πρέπει να είναι βιβλιόφιλος από παιδί. Πώς να αγαπήσουν, όμως, οι Έλληνες από μικρή ηλικία το βιβλίο όταν το ίδιο το σχολείο δεν τους ενθαρρύνει; Το μάθημα της Λογοτεχνίας υπολειτουργεί. Η ανάγνωση και η μελέτη των κειμένων αντί να είναι δημιουργική και να προάγει την φαντασία και την σκέψη, αποτελεί στεγνή διδασκαλία. Οι μαθητές μελετούν για το συγκεκριμένο μάθημα όχι γιατί τους αρέσει αλλά απλώς για να εξασφαλίσουν τον καλό βαθμό. Εκτός από την ανικανότητα πολλών εκπαιδευτικών να διδάξουν το μάθημα της Λογοτεχνίας, εμπόδιο για την ανάπτυξη της βιβλιοφιλίας αποτελεί και η έλλειψη βιβλιοθηκών στα σχολεία. Εν τούτοις, ακόμη κι όταν υπάρχουν, οι μαθητές δε φαίνονται ιδιαίτερα πρόθυμοι να δανειστούν κάποιο βιβλίο. Δεν είναι πρόθυμοι γιατί οι καθηγητές δεν τους έχουν δώσει τα κατάλληλα κίνητρα.

(5) Η οικογένεια, όμως, είναι ο φορέας που έχει μεγαλύτερο χρέος από όλους να καλλιεργήσει στα παιδιά την αγάπη για τα βιβλία. Δεν το κάνει. Αντ’ αυτού τα εφοδιάζει με τάμπλετ και παιχνιδομηχανές. Για το ρόλο της οικογένειας στην εμφύσηση της βιβλιοφιλίας στα παιδιά, διαβάστε το κείμενο μου Το παιδί, η φακή και το pc .

Το βιβλίο, λοιπόν, για τον Έλληνα είναι βαρετό. Χρησιμεύει μόνο ως διακοσμητικό στην παραλία ή στο facebook. Είχα διαβάσει παλαιότερα ένα άρθρο σε γυναικείο περιοδικό με τίτλο ‘Πώς να το παίξεις ψαγμένη στην παραλία’. Η αρθρογράφος πρότεινε κάποια βιβλία που λειτουργούσαν ως δόλωμα για να σε πλησιάσουν οι άντρες λουόμενοι. Θυμάμαι από τη λίστα μόνο το ‘Κώδικας Da Vinci’. Πριν λίγο καιρό, διάβασα ένα άλλο άρθρο: ‘Πώς να το παίζετε ότι έχετε διαβάσει κλασσική λογοτεχνία’ . Καταλαβαίνω ότι πιο πολύ για χιούμορ πρόκειται αλλά ο Έλληνας με την αντιαναγνωστική στάση θα βολευτεί με ένα τέτοιο λυσάρι στα χέρια του αφού τον απαλλάσσει από το να διαβάσει τα κλασσικά βιβλία ο ίδιος.

Ζούμε, λοιπόν, σε μια κοινωνία όπου θέλουμε να το ‘παίζουμε’ διαβασμένοι κι όχι να είμαστε πραγματικά.

 

♦ Τι διαβάζουν οι Έλληνες;

Ναι, υπάρχουν Έλληνες που διαβάζουν. Το θέμα είναι τι ακριβώς διαβάζουν…

Θυμάμαι μια κουβέντα που είχα πριν καμιά δεκαετία με μια Ελληνίδα που είχε σπουδάσει στο Λονδίνο. Μου συνέκρινε, λοιπόν, την λογοτεχνική παιδεία των Άγγλων με εκείνη των Ελλήνων.

‘Η διαφορά φαίνεται αν τους κοιτάξεις στο δρόμο. Στο Λονδίνο, έβλεπα ανθρώπους να διαβάζουν. Στα τρένα, στα λεωφορεία, παντού. Εδώ, μπαίνεις στον ηλεκτρικό και ή θα ακούνε μουσική ή αν διαβάζουν κάτι, αυτό θα είναι εφημερίδα, όχι βιβλίο.’

Τα τελευταία χρόνια έβλεπα με ευχαρίστηση (στην αρχή) ότι είχε αυξηθεί ο αριθμός των επιβατών που διάβαζαν, γεγονός που σήμαινε ότι είχε αυξηθεί ο αριθμός των αναγνωστών γενικά. Η ευχαρίστηση υποχώρησε όταν ξεκίνησα να παρατηρώ τα εξώφυλλα. Μέχρι στιγμής μου έχουν τύχει μόνο δύο λαμπρές εξαιρέσεις: μια κοπέλα που διάβαζε το ‘Ο Άρχοντας των Δαχτυλιδιών: Η Συντροφιά του Δαχτυλιδιού’ και ένας νεαρός που διάβαζε τη ‘Φόνισσα’ του Παπαδιαμάντη. Τους λάτρεψα και τους δύο αμέσως!

Όλα τα άλλα βιβλία που έχω δει να διαβάζονται είναι αστυνομικά μυθιστορήματα (Συχνότερα του Jo Nesbo και της Camila Langberg), βιβλία του Αύγουστου Κορτώ και βιβλία γυναικείας λογοτεχνίας. Τα τελευταία ακολουθούσαν όλα τους ένα πολύ συγκεκριμένο μοτίβο: Στο εξώφυλλο θα υπήρχε οπωσδήποτε μια γυναικεία φιγούρα ή ένα κοντινό πλάνο στα μάτια της και στοιχεία της φύσης (νερό/ βροχή και δέντρο απαραιτήτως). Ο τίτλος θα ήταν κάτι μεταξύ ‘Υάκινθοι στη γωνιά της μνήμης’, ‘Οι άγγελοι είναι προκατειλημμένοι’ και ‘Παλιές αγάπες στην Κωνσταντινούπολη (Οι ιστορίες που συνδέονται με την Πόλη επιβάλλονται).

Γυναικεία λογοτεχνία, ροζ λογοτεχνία είναι οι επικρατέστερες ονομασίες για αυτό το είδος βιβλίων. Πολύ πιο απλά και σύντομα πρόκειται για άρλεκιν. Ωστόσο, η πραγματική τους ονομασία δεν προτιμάται.

Χρειάζομαι λιγότερα από τα δάχτυλα του ενός χεριού μου για να μετρήσω πόσα βιβλία γυναικείας λογοτεχνίας (Θα χρησιμοποιήσω αυτόν τον όρο αφού ηχεί καλύτερα στα αυτιά ορισμένων) έχω διαβάσει. Δεν έχω σκοπό να τα αυξήσω. Διαβάζω καμιά φορά αποσπάσματα τους όταν βρίσκομαι σε βιβλιοπωλείο και αναζητώ το επόμενο ανάγνωσμα μου. Περισσότερο από περιέργεια να δω προς τι αυτός ο ντόρος. Δε με κεντρίζει κανένα να το αγοράσω και να το συνεχίσω.

Μη έχοντας διαβάσει ολόκληρα βιβλία γυναικείας λογοτεχνίας των γνωστών συγγραφέων (συνήθως γένους θηλυκού), πιθανότατα δε δικαιούμαι να έχω άποψη. Μπορεί να βιάστηκα να κρίνω από τις πρώτες σελίδες. Ίσως αργότερα να έβρισκα ενδιαφέρον σε αυτό που διάβαζα. Αμφιβάλλω βέβαια γιατί αν δεν σε τραβάει ένα βιβλίο από τις πρώτες σελίδες, δε θα σε τραβήξει ούτε μετά.

Δικαιούμαι, ωστόσο, να έχω άποψη για τη θεματολογία των βιβλίων αυτών. Κι εδώ πάλι έχουμε ένα πολύ συγκεκριμένο μοτίβο: έρωτες, κόντρες, μηχανορραφίες οικογενειακά δράματα, πάντοτε όμως με ευτυχή κατάληξη. Στο κέντρο πάντα μια γυναίκα δυναμική, περιπετειώδης, ανεξάρτητη. Κι όμως, όσο παράδοξο κι αν ακούγεται, τα έργα αυτά έχουν βαθύτατα αντιφεμινιστικό χαρακτήρα καθώς αναπαράγονται πολλά στερεότυπα (πχ, η γυναίκα που πάντα έχει στο πίσω μέρος του μυαλού της τον γάμο).

Πέρα από τον αντιφεμινιστικό χαρακτήρα, πρόκειται για βιβλία που γενικότερα στερούνται ουσιώδους περιεχομένου. Δεν αγγίζουν ευρύτερα κοινωνικά και ανθρώπινα προβλήματα. Αν το κάνουν, θα το κάνουν πολύ επιδερμικά. Το μόνο πρόβλημα είναι αυτό της ηρωίδας που έχει να διαλέξει ανάμεσα σε δύο άντρες ή να κατακτήσει εκείνον που ποθεί. Δεν υπάρχουν βαθύτερα νοήματα, δεν διευρύνουν το πνεύμα, δεν ερεθίζουν την σκέψη, δεν… δεν… δεν…

Παρ’ όλα αυτά τα βιβλία της γυναικείας λογοτεχνίας είναι το είδος με τη μεγαλύτερη ζήτηση αυτή την στιγμή. Σε μια εποχή που και το βιβλίο περνάει κρίση, το είδος αυτό αποτελεί σανίδα σωτηρίας για τους εκδοτικούς οίκους. Είναι θλιβερό. Ποιοι είναι, λοιπόν, αυτοί που συντηρούν την γυναικεία λογοτεχνία; Ποιοι είναι οι αναγνώστες που την υποστηρίζουν; Εύκολα, από την ονομασία του είδους, μπορούμε να αντιληφθούμε ότι απευθύνεται κυρίως σε γυναίκες. Γυναίκες ανεξαρτήτως ηλικίας και οικονομικού/ κοινωνικού υπόβαθρου. Από κιουρίες των Βορείων Προαστίων μέχρι καθημερινές απλές γυναίκες. Συνήθως, πάντως, είναι γυναίκες που έχουν ένα απολυτήριο λυκείου (ή ούτε κι αυτό) ή έχουν κάποιο πτυχίο που δεν αξιοποίησαν ποτέ επειδή επωμίστηκαν τις ευθύνες του νοικοκυριού τους. Είναι οι ίδιες γυναίκες που λατρεύουν την Ελένη Μενεγάκη και βλέπουν σαπουνόπερες.

Η ροζ λογοτεχνία είναι ιδανική για εκείνες. Είναι ευκολονόητη και τις κάνει να ξεφεύγουν. Ξεχνάνε προς στιγμήν ότι είναι παντρεμένες με τον Θανάση τον μπυροκοιλιά που δε βοηθάει ποτέ στις δουλειές του σπιτιού και φαντασιώνονται τον Αλέξανδρο, τον εξωπραγματικής ομορφιάς νέο που προσεγγίζει την ηρωίδα.

Προφανώς, η ελλιπής τους μόρφωση καθιστά αδύνατη την ανάγνωση ποιοτικότερων βιβλίων. Η μέση Ελληνίδα δε μπορεί να εντοπίσει τα υψηλά νοήματα πίσω από τους συμβολισμούς ενός κλάσεις ανώτερου βιβλίου, πόσο μάλλον να τα κατανοήσει. Το μόνο που μπορεί να κατανοήσει είναι οι ερωτικές περιπτύξεις ανάμεσα στην ηρωίδα και τον άντρα που ποθεί. Δεν κατακρίνω το ότι ίσως να μη μπόρεσε να μορφωθεί αλλά ας μην υποστηρίζει ότι η γυναικεία λογοτεχνία είναι αριστούργημα γιατί δεν πρόκειται για πραγματική λογοτεχνία, όπως με τον ίδιο τρόπο οι σημερινοί στιχουργοί τσιφτετελομπουζουκοτράγουδων δε λογίζονται ως μουσικοί.

Μερικοί υποστηρίζουν ότι από το να διαβάζει κάποιος περιοδικά με κουτσομπολιά και lifestyle, είναι προτιμότερο να διαβάζει γυναικεία λογοτεχνία. Διαφωνώ γιατί δεν εντοπίζω καμία διαφορά ανάμεσα σε αυτά τα δύο. Θα μπορούσα να είμαι πιο επιεικής αν είχε κάτι να δώσει η γυναικεία λογοτεχνία μα δεν έχει. Ούτε ‘προθάλαμος’ είναι για την πραγματική λογοτεχνία όπως υποστηρίζεται αφού σπάνια ένας αναγνώστης ρηχών βιβλίων θα στραφεί σε άλλο λογοτεχνικό είδος, πόσο μάλλον σε κάτι τόσο υψηλής αξία όπως ένα βιβλίο κλασσικό.

Εδώ οι ίδιοι οι συγγραφείς δε διαβάζουν και αυτός είναι ένας ακόμη λόγος που δε διαβάζουν οι Έλληνες. Είτε γράφουν οι ίδιοι επηρεασμένοι από τη ρήση του Ντισραέλι ‘Όταν θέλω να διαβάσω ένα καλό βιβλίο γράφω ένα’ είτε αποθαρρύνονται από τους συγγραφείς. Όσοι διαφημίζονται είναι μόνο όσοι προωθούνται από τα κυκλώματα τους. Ένα πολύ μεγάλο ποσοστό δεν έχει καμία σχέση με αληθινούς συγγραφείς. Φέρονται με τρομερή έπαρση με αποτέλεσμα να γίνονται αντιπαθείς. Δεν είναι πνευματικοί άνθρωποι όπως οφείλουν να είναι οι συγγραφείς αλλά επιχειρηματίες.

Όλα τα παραπάνω δε θα έπρεπε να μας αποθαρρύνουν αλλά να μας πεισμώνουν. Υπάρχουν στα βιβλιοπωλεία βιβλία με ενέργεια, με προσωπικότητα, όχι μόνο γλυκανάλατα μυθιστορήματα. Η επιλογή ενός βιβλίου θέλει προσοχή. Πάνω από όλα θέλει χρόνο και συναίσθημα.

Ο Έλληνας όπως είπαμε δεν έχει χρόνο… για διάβασμα. Για άλλα πράγματα έχει χρόνο. Όταν θέλεις κάτι, βρίσκεις τον χρόνο. Άρα δεν το θέλει πραγματικά. Δεν το θέλει γιατί είναι κουρασμένος. Ούτε αυτό αληθεύει. Δεν πρόκειται περί κούρασης αλλά περί βαρεμάρας. Ο Έλληνας δε θέλει να κουράζει το μυαλό του. Είναι πνευματικά οκνηρός και επιζητά δραστηριότητες που θα επιτρέπουν να έχει το κεφάλι του ήσυχο. Η ησυχία αυτή περισσότερο για αποκοίμισμα μου κάνει.

Ίσως το βιβλίο να μην είναι τελικά για όλους, όπως και κάθε μορφής τέχνη. Δεν έχουν όλοι μαγεία μέσα τους. Δε θα ήταν υπέροχο όμως να είχαμε; Από την στιγμή που είναι αναμφισβήτητη η αξία του βιβλίου γιατί δεν προσπαθούμε περισσότερο; Σύμφωνα με έρευνες γύρω στο 40% των Ελλήνων δεν διαβάζει. Από το υπόλοιπο 60%, μόνο το 10% διαβάζει συστηματικά (Δηλαδή περισσότερα από 10 βιβλία τον χρόνο) αρά μόνο όσοι ανήκουν σε αυτό το ποσοστό μπορούν να αποκαλούνται ‘βιβλιόφιλοι’.

Τα ποσοστά αυτά είναι στενάχωρα αλλά καλύτερα από άλλα χρόνια. Ενθαρρυντική είναι και η αύξηση στις πωλήσεις βιβλίων παιδικής λογοτεχνίας. Προφανώς, δεν είναι εύκολο να αλλάξει ριζικά από τη μια στιγμή στην άλλη ένας λαός που δεν έχει την κουλτούρα για να διαβάσει. Οι αλλαγές, όμως προχωράνε κι ας είναι με αργούς ρυθμούς. Είναι πάντα ευπρόσδεκτες.

Γι’ αυτό, έτσι για αλλαγή, δοκίμασε να μην μπεις στο facebook σήμερα. Πιάσε ένα βιβλίο και διάβασε έστω λίγες σελίδες. Και πού ξέρεις; Μπορεί κάπου ανάμεσα τους να βρεις εκείνη τη μαγεία που λέγαμε πριν. Αν την βρεις… Άσε… Δε θα σου πω… Δοκίμασε το και θα καταλάβεις… 🙂

John Holcroft

Τα 5 αγαπημένα μου βιβλία

Μου έχει συμβεί πολλές φορές- και φαντάζομαι πως έχει συμβεί σε όλους- να με ρωτάνε ποιες είναι οι αγαπημένες μου ταινίες αλλά για κάποιον ανεξήγητο λόγο ο εγκέφαλος να μπλοκάρει και να ξεχνάω κάθε ταινία που έχω δει στη ζωή μου. Πλέον, μετά από τόσες φορές που μου έχει γίνει η συγκεκριμένη ερώτηση μιας και οι ταινίες είναι πάντα στα κορυφαία θέματα συζήτησης, η απάντηση μου έρχεται πολύ πιο αβίαστα.

Εάν αλλάξουμε τομέα και ερωτηθώ για τα βιβλία, κάτι που αγαπώ περισσότερο, τα πράγματα είναι πολύ πιο απλά. Το αγαπημένο μου βιβλίο παραμένει σταθερό εδώ και πολλά χρόνια. Επειδή όμως δεν μου αρκεί ένα αγαπημένο- διότι ένα ισούται με κανένα- έχω δημιουργήσει τη λίστα των πέντε αγαπημένων.

Ακολουθούν, λοιπόν, τα πέντε πιο αγαπημένα μου βιβλία:

5. Η φάρμα των ζώων (Τζωρτζ Όργουελ)

Η ‘Φάρμα των ζώων’ είναι η ιστορία των ζώων που κατοικούν στη φάρμα του κυρίου Τζόουνς. Αγανακτισμένα πλέον με την εκμετάλλευση που υφίστανται από τον άνθρωπο- αφέντη αποφασίζουν να επαναστατήσουν. Η επανάσταση είναι επιτυχής και τα ζώα αποκτούν την ανεξαρτησία τους και τον έλεγχο της φάρμας. Η εξουσία ανατίθεται στα γουρούνια, τα οποία είναι τα πιο έξυπνα ζώα της φάρμας. Ούτε το νέο καθεστώς, όμως, διακρίνεται για το αίσθημα δικαιοσύνης και αλτρουισμού του.

Μέσα από μια αισωπική αλληγορία και με εύστοχους συμβολισμούς και υπαινιγμούς, ο Τζωρτζ Όργουελ κατόρθωσε να δημιουργήσει ένα έργο στο οποίο μπορεί να καθρεφτιστεί η πλειονότητα των πολιτικών συστημάτων που έχουν κυβερνήσει σε ολόκληρο τον κόσμο. Η διαφθορά και η δίψα για επιβολή τόσο των ηγετών αλλά και των επαναστατών υφίσταται πάντα και θα συνεχίσει να υφίσταται. Η ‘Φάρμα των ζώων’ παραμένει έτσι πάντοτε επίκαιρη και αποτελεί ένα ανάγνωσμα απαραίτητο για όλους γιατί με τον πιο απλό τρόπο πετυχαίνει τη γνωριμία του αναγνώστη με την πολιτική πραγματικότητα.

Ωμό, αφυπνιστικό, προφητικό, χωρίς καμία επιείκεια γιατί πολύ απλά οι πολιτικοί δεν είναι άξια αυτής, το βιβλίο του Τζωρτζ Όργουελ ταρακουνάει το πνεύμα σου συθέμελα. Ασκεί κριτική στα ολοκληρωτικά καθεστώτα και τον σταλινισμό, όρους καθαρά πολιτικούς και παρόλα αυτά το βιβλίο του δεν παύει να έχει την αίγλη όσων γραπτών έχουμε συνηθίσει να ορίζουμε ως λογοτεχνήματα. Συνδυάζει τη λογοτεχνία και την πολιτική χωρίς να αποτελεί στρατευμένη τέχνη (Οι κομμουνιστές, βέβαια, έχουν αντίθετη γνώμη).

Συμπερασματικά, είναι ένα βιβλίο υψηλής ποιότητας που θεωρώ ότι πρέπει να διαβαστεί από όλους. Αισθάνομαι κερδισμένη που το έχω διαβάσει.

4. Το πορτραίτο του Ντόριαν Γκραίυ (Όσκαρ Ουάιλντ)

Το διάβασα σχετικά πρόσφατα και μου άφησε τις καλύτερες εντυπώσεις. Ολοκληρώνοντας το, ήμουν βέβαιη ότι ήταν πια ένα από τα αγαπημένα μου βιβλία. Για να αποφύγω την επανάληψη, η γνώμη μου για αυτό βρίσκεται εδώ , στο άρθρο με τα βιβλία Μαρτίου 2017.

3. Το φάντασμα (Γρηγόριος Ξενόπουλος)

Η ιστορία διαδραματίζεται τον 18ο αιώνα στην Βενετοκρατούμενη Ζάκυνθο. Η ηρωίδα, η Έλενα Ματαράγκα έχει παντρευτεί και ετοιμάζεται να απολαύσει την πρώτη νύχτα του γάμου της. Της φανερώνεται, όμως, το φάντασμα ενός άλλου νέου που την είχε αγαπήσει. Της φανερώνεται όχι μόνο εκείνο το βράδυ αλλά κάθε βράδυ τρομοκρατώντας την και εμποδίζοντας την να ολοκληρώσει σαρκικά με τον σύζυγο της. Η νεαρή κοπέλα προσπαθεί να βρει λύση ώστε να απαλλαγεί από την παρουσία του πεθαμένου.

Το μυθιστόρημα αυτό είναι τόσο πρωτότυπο και από την αρχή μέχρι το τέλος κρατάει αμείωτο το ενδιαφέρον του αναγνώστη. Προξενεί συναισθήματα όλων των ειδών, από λύπη και φόβο μέχρι χαρά και θαυμασμό. Η παρουσία του φαντάσματος δημιουργεί μια ατμόσφαιρα μυστηρίου και η αγωνία για την έκβαση της υπόθεσης όλο και αυξάνεται, ειδικά όταν η Έλενα Ματαράγκα καταφεύγει στη βοήθεια μιας μάγισσας και εφαρμόζει όσα την συμβουλεύει να πράξει. Είναι μια τραγική φιγούρα, η οποία κερδίζει τον σεβασμό και την συμπάθεια του αναγνώστη γιατί είναι δυναμική και τολμηρή και ξεχωρίζει από ό,τι έχουμε στο μυαλό μας για τις γυναίκες εκείνων των χρόνων.

Η γλώσσα είναι απλή μα πλήρης, όπως συνηθίζεται άλλωστε από τον Ξενόπουλο, ο οποίος πάντα ήθελε να διαβάζονται τα έργα του με την ίδια ευκολία τόσο από έναν μαθητή Γυμνασίου όσο και από τον Κωστή Παλαμά. Κατάφερε να μετατρέψει μια παλιά αληθινή ιστορία σε ένα εξαιρετικό μυθιστόρημα, που συνδυάζει τη λογοτεχνία με το μεταφυσικό στοιχείο, που τόσο αγαπώ και το καθιστά ένα από τα πιο θαυμάσια βιβλία που έχω διαβάσει. Μάλιστα, θέλω να το ξαναδιαβάσω κάποια στιγμή μιας και έχουν περάσει εννιά χρόνια από τότε που το πρωτόπιασα στα χέρια μου. Νοσταλγώ τις συγκινήσεις που μου προσέφερε.

2. Ο Πατούχας (Ιωάννης Κονδυλάκης)

Ήρωας είναι ο Μανώλης ο Σαϊτονικολής, ένας δεκαοχτάχρονος νέος, ο οποίος για πολλά χρόνια απουσίαζε από το χωριό του και ζούσε στα βουνά με μόνη παρέα τα ζωντανά του και δυο τρεις ακόμη βοσκούς. Ο Μανώλης, ο επονομαζόμενος Πατούχας εξαιτίας των μεγάλων και πλατιών ποδιών του, αποφασίζει να γυρίσει στο χωριό του υποκινούμενος από τον ερωτικό πόθο που έχει ξυπνήσει μέσα του. Η λαχτάρα του να ικανοποιήσει τις ερωτικές του ορμές, ο φόβος του για τους ανθρώπους που τόσα χρόνια απέφευγε και η πρωτόγονη συμπεριφορά του λόγω αυτής της απομόνωσης, τον καθιστούν θέμα συζήτησης στο χωριό. Ο Πατούχας χρειάζεται να μάθει πώς λειτουργεί η κοινωνία στην οποία ζει και να μην συμπεριφέρεται ανάρμοστα.

Εκτός από χαρακτηριστικό δείγμα της ελληνικής ηθογραφίας, η νουβέλα αυτή αποτελεί και εξαίσιο ψυχογράφημα. Ο Κονδυλάκης διέθετε ανεπτυγμένη διανοητικότητα και έπλασε χαρακτήρες ανθρώπινους και ιστορία παραστατική που διαβάζοντας την, μετατρέπεται εύκολα σε εικόνες μες το μυαλό και φαντάζει σαν να εκτυλίσσεται μπροστά σου. Οι απολαυστικοί κρητικοί ιδιωματισμοί, το χιούμορ και η διακωμώδηση των στερεοτύπων της εποχής εκείνης προσδίδουν ακόμη περισσότερη ζωντάνια στο έργο. Ο Πατούχας είναι ένας χαρακτήρας που έχει μείνει στην καρδιά μου γιατί παρά την αδεξιότητα και την απολίτιστη συμπεριφορά του δεν είναι απλοϊκός αλλά απλός και ξύπνιος.

Με την ολοκλήρωση της ανάγνωσης του ‘Πατούχα’, ένα μεγάλο χαμόγελο και κύμα ευφορίας με συντρόφευαν για ώρα. Ακόμη με συντροφεύουν όταν το αναπολώ. Ήταν τέτοια η ευχαρίστηση μου από την ανάγνωση του που για μέρες ένιωθα ότι δεν ήμουν ακόμη έτοιμη να ξεκινήσω άλλο βιβλίο.

1. Η Φόνισσα (Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης)

Και κάπως έτσι, φτάσαμε στην κορυφή της λίστας με τα αγαπημένα μου βιβλία όπου όπως προανέφερα βρίσκεται εδώ και χρόνια το ίδιο βιβλίο. Το πιο αγαπημένο μου βιβλίο, λοιπόν, που έχει ριζώσει όσο κανένα άλλο στην ψυχή μου, είναι η ‘Φόνισσα’ του Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη.

Το κεντρικό πρόσωπο της νουβέλας είναι η Χαδούλα ή αλλιώς Φραγκογιαννού, η οποία κάνει έναν απολογισμό της ζωής της σκεπτόμενη τις δυσκολίες που πέρασε λόγω του ότι είναι γυναίκα και έπρεπε πάντα να υπηρετεί τους άλλους. Αναλογίζεται πόσο δυσκολεύτηκε να προικίσει τις κόρες της και πόσο ταλαιπωρούνται όσοι φτωχοί γονείς έχουν κόρες. Αποφασίζει να ανακουφίσει τις γυναίκες από τη μαύρη ζωή που τους περιμένει και διαπράττει μια σειρά από φόνους μικρών κοριτσιών.

Ένα από τα στοιχεία που με κερδίζει σε έναν λογοτεχνικό ήρωα είναι προφανώς να διαθέτει γνωρίσματα που εκτιμώ στην προσωπικότητα του και κυρίως γνωρίσματα που δε διαθέτω εγώ προσωπικά και θα ήθελα να έχω. Αυτό, με κάνει να τον θαυμάσω. Ένας λογοτεχνικός ήρωας, όμως, μπορεί να με κερδίσει και όταν είναι κακός, όταν πράττει κάτι που δε θα ενέκρινα ποτέ εάν μου το αποκάλυπτε κάποιος στην πραγματική ζωή. Αρκεί, όμως, να είναι οι λόγοι για το έγκλημα του τόσο ισχυροί και η πένα του συγγραφέα να έχει αποδώσει την κτηνώδη του πράξη με τέτοιο ευφυή τρόπο που να με κάνει να τον συμπονέσω. Αυτό μου συνέβη στην περίπτωση της Φόνισσας και μου θύμισε την περίπτωση του Αντώνη Κουκουλιώτη από το ‘Πίστομα’ του Κωνσταντίνου Θεοτόκη, το οποίο αν θέλετε, μπορείτε να διαβάσετε εδώ .

Η Φραγκογιαννού είναι μια γυναίκα σκληρή μα και ευαίσθητη συνάμα, ταλαιπωρημένη, αμόρφωτη, που δεν έχει προικιστεί με αρχές, που δεν έχει αγαπηθεί από τους γονείς της, οι οποίοι απλώς φρόντισαν να την παντρέψουν όπως όπως για να την ξεφορτωθούν, που δεν έχει χαρεί τα παιδιά της εξαιτίας της φτώχειας της, που δεν έχει χαρεί τίποτα στη ζωή της. Όταν, λοιπόν, καταλήγει στο συμπέρασμα ότι η ζωή της είναι βασανιστική, η Φραγκογιαννού έχει δύο επιλογές: Ή να σωπάσει και να παραμείνει υποταγμένη ή να κάνει κάτι και να αλλάξει αυτό που τη θλίβει. Αντιδράει, επαναστατεί, διαμαρτύρεται με τον δικό της παράλογο τρόπο για την ανδροκρατία και την υποβαθμισμένη θέση της γυναίκας. Οι πράξεις της είναι εγκληματικές μα δεν εμπεριέχουν κακία ή μίσος. Έγιναν από καλή πρόθεση και σύμφωνα με τον εσφαλμένο τρόπο σκέψης της, νιώθει ότι η πράξη της εγκρίνεται από τον Θεό.

Η ‘Φόνισσα’ αποτελεί ένα από τα κορυφαία έργα της νεοελληνικής λογοτεχνίας και η Φραγκογιαννού έναν από τους πιο ολοκληρωμένους χαρακτήρες. Είναι ένα άψογο έργο και το συγκλονιστικό τέλος που επιφέρει την πολυπόθητη κάθαρση, είναι το πιο ευρηματικό και κατάλληλο που έχω συναντήσει ποτέ μου.

Ο Παπαδιαμάντης για εμένα είναι ο σπουδαιότερος δημιουργός. Είναι λυρικός, είναι ποιητής, μέγας λεξιπλάστης. Η μαγεία της γραφής του είναι ασύλληπτη, τα έργα του είναι αψεγάδιαστα. Είναι ο αγαπημένος μου συγγραφέας και πηγή έμπνευσης.

*(Σημείωση: Στο τέλος Ιουλίου δε θα αναρτηθεί άρθρο με τα βιβλία που διάβασα. Θα δημοσιευτούν μαζί με τα βιβλία του Αυγούστου σε μία ανάρτηση.)

Βιβλία Ιουνίου 2017

Το χρώμα του φεγγαριού (3,5/5)

Tίτλος: Το χρώμα του Φεγγαριού

Συγγραφέας: Αλκυόνη Παπαδάκη

Εκδόσεις: ΚΑΛΕΝΤΗΣ

Το ‘Χρώμα του Φεγγαριού’ είναι η ιστορία μιας επαρχιώτικης οικογένειας που αποτελείται από τη μητέρα, τέσσερα παιδιά και τη γιαγιά. Την ιστορία αφηγούνται η κερασιά και το αστέρι.

Η επιλογή των δύο αυτών προσωποποιημένων μορφών για αφηγητές είναι ένα στοιχείο ιδιαίτερο που δεν έχω συναντήσει σε άλλο βιβλίο για ενήλικες. Κάτι ακόμη που με ευχαρίστησε πολύ ήταν η γλώσσα. Τα άφθονα σχήματα λόγου που χρησιμοποιεί η συγγραφέας διανθίζουν το κείμενο και δημιουργούν μια μοναδική, μαγική ατμόσφαιρα.

Η οικογένεια που πρωταγωνιστεί έχει χτυπηθεί από τόσες αναποδιές και είναι κατόρθωμα που η περιγραφή αυτών, των συνεπειών τους και των αντιδράσεων των χαρακτήρων, δεν προσδίδουν ενοχλητικό μελοδραματισμό στην ιστορία. Αυτό που υπερισχύει είναι το μήνυμα: Η ζωή πάντα θα έχει δυσκολίες και πάντα θα πρέπει να μαχόμαστε για να τις ξεπεράσουμε.

Το μόνο αρνητικό που μπορώ να εντοπίσω είναι το εξής: Ο τίτλος σε συνδυασμό με το απόσπασμα που περιέχεται στο οπισθόφυλλο και απεικονίζει ένα διάλογο της κερασιάς με το αστέρι ξεγελά γιατί δεν αντιπροσωπεύει σε απόλυτο βαθμό το θέμα του βιβλίου. Περίμενα μια ιστορία για την κερασιά και το αστέρι και άλλους παρόμοιας φύσεως πρωταγωνιστές. Δεν απογοητεύτηκα με την ιστορία που τελικά προέκυψε αλλά θα επιθυμούσα να υπήρχε μεγαλύτερη σύνδεση της ιστορίας με το παραμυθένιο στοιχείο.

Εν περιλήψει, το ‘Χρώμα του Φεγγαριού’ ήταν ένα αξιόλογο και θελξικάρδιο ανάγνωσμα.

Βιβλία Μαΐου 2017

Η μπουγάδα (3,5/5) / Βέβηλη πτήση (3,5/5) / Οι γάτες της Rue d’ Hauteville (1/5)

 

Τίτλος: Η μπουγάδα

Συγγραφέας: Μάρω Κερασιώτη

Εκδόσεις: ΕΝΑΣΤΡΟΝ

Η κεντρική ηρωίδα του βιβλίου, η Αλεξάνδρα, αφηγείται τη ζωή της ως πλύστρα σε μια γειτονιά της Αθήνας την εποχή που ακολούθησε τον ελληνικό εμφύλιο. Η λαϊκή και αθυρόστομη αυτή γυναίκα δεν αρκείται όμως στο να περιγράψει μόνο τη δική της και των υπόλοιπων φτωχών ανθρώπων εκείνης της εποχής καθημερινότητα αλλά αναφέρεται και στα ιστορικά γεγονότα που την διαμόρφωσαν.

Η πρωτοπρόσωπη αφήγηση σε συνδυασμό με την εκφραστική απλότητα της αγράμματης μα κοινωνικά μορφωμένης Αλεξάνδρας κάνουν τον αναγνώστη να νιώθει ότι έχει τη γυναίκα αυτή μπροστά του και του διηγείται όσα της έχουν συμβεί. Έτσι, το μυθιστόρημα αποκτά αμεσότητα και ζωντάνια.

Πρέπει να πω πως δεν διαβάζω σύγχρονους συγγραφείς γυναικείου φύλου, ιδιαίτερα τις Ελληνίδες. Εάν αποφασίσω να διαβάσω βιβλίο προερχόμενο από αυτή την κατηγορία θα είμαι πολύ επιλεκτική. Το πρώτο χαρακτηριστικό που με είλκυσε στο συγκεκριμένο βιβλίο ήταν το εξώφυλλο. Ήταν γκρίζο όπως εγώ και είχε μια τόσο ηχητικά όμορφη λέξη για όνομα. Ύστερα, ανοίγοντας το, πρόσεξα τη φωτογραφία της συγγραφέως και το κείμενο που την σύστηνε στον αναγνώστη. Με κέρδισε διότι φαινόταν ταπεινός, καθαρός άνθρωπος. Αγόρασα το βιβλίο και χαίρομαι που έπραξα έτσι.

Η εικόνα που σχημάτισα ήταν θετική. Η ‘Μπουγάδα’ είναι ένα ενδιαφέρον μυθιστόρημα και οι ώρες που αφιέρωσα στο διάβασμα του πέρασαν ευχάριστα.

 

Τίτλος: Βέβηλη πτήση

Συγγραφέας: Βασίλης Γκουρογιάννης

Εκδόσεις: ΜΕΤΑΙΧΜΙΟ

Η ‘Βέβηλη Πτήση’ μας ταξιδεύει στο μέλλον, σε μια στρατιωτική εμπλοκή μεταξύ Ελλάδας και Τουρκίας. Κατά τη διάρκεια αυτής, ένα τουρκικό μαχητικό αεροσκάφος καταφέρνει να διαπεράσει όλους τους ελληνικούς αντιαεροπορικούς ελέγχους και να πραγματοποιήσει πτήση πάνω από την Ακρόπολη σε πολύ χαμηλό ύψος. Οι δονήσεις που προκύπτουν από την βέβηλη πτήση όπως ονομάστηκε μετά, προκαλούν σοβαρότατες αλλοιώσεις στον Παρθενώνα διαταράσσοντας την συμμετρία για την οποία φημιζόταν. Η αποκατάσταση των βλαβών προϋποθέτει την αποσυναρμολόγηση ολόκληρου του ναού πέτρα προς πέτρα. Στο δύσκολο αυτό έργο συμμετέχουν τόσο Έλληνες όσο και αλλοδαποί.

Το βιβλίο αυτό αποτέλεσε μια ευχάριστη έκπληξη για μένα. Το θέμα του από τη μια συγκέντρωσε την προσοχή μου ώστε να θελήσω να το διαβάσω αλλά από την άλλη με έκανε να υποθέσω ότι εξαιτίας της φύσης αυτού, δεν θα υπήρχαν περιθώρια ‘πολύχρωμης’ έκφρασης, όπως περιμένει κανείς από ένα λογοτεχνικό έργο. Περίμενα ένα σοβαρό και δυνατό βιβλίο μα στεγνό. Οι προβλέψεις μου για τον τελευταίο χαρακτηρισμό δεν επαληθεύτηκαν. Οι θαυμάσιες αναφορές στην αρχαιότητα, οι πειστικές εικόνες από το μέλλον της χώρας που θυμίζουν το παρόν και η πλούσια γλώσσα καθιστούν τη ‘Βέβηλη Πτήση’ ένα βιβλίο μεστό και καλαίσθητο.

 

Τίτλος: Οι γάτες της Rue d’ Hauteville

Συγγραφέας: Βασίλης Βασιλικός

Εκδόσεις: ΠΑΤΑΚΗΣ

Ο Βασίλης Βασιλικός κατοικούσε με την σύζυγο του για χρόνια στο Παρίσι. Στο βιβλίο ‘Οι γάτες της Rue d’ Hauteville’ περιγράφει τις τελευταίες του μέρες σε αυτό πριν την οριστική επιστροφή στην Ελλάδα. Η γυναίκα του και η κόρη του έχουν ήδη επιστρέψει κι έτσι όντας στο διαμέρισμα με μόνη παρέα τις δυο γάτες του, περνάει τον χρόνο του καταγράφοντας την καθημερινότητα του σαν σε ημερολόγιο μιας και αυτό το διάστημα δεν διαθέτει την έμπνευση για κάτι περισσότερο.

Σε αρκετά σημεία ταυτίστηκα με τον συγγραφέα. Έχω υπάρξει αρκετές φορές συγγραφικά αδρανής και η απογοήτευση μου με ωθεί στο να κρίνω αυστηρά και άδικα ό,τι έχω γράψει ήδη. Προσπαθώ, όμως, όταν αυτό είναι δυνατό, να γράφω έστω και κάποιες σκέψεις για να μην χάσω την επαφή με τις λέξεις. Συμμερίζομαι, λοιπόν, την μελαγχολία του συγγραφέα.

Μολαταύτα, επειδή το βιβλίο είναι γραμμένο σαν ημερολόγιο, όπως προανέφερα, οι σκέψεις καταγράφονται χωρίς επεξεργασία, αβίαστα και ενδιάμεσα παρεμβάλλονται κι άλλες σκέψεις. Προσωπικά, αυτό με κούρασε. Επιπλέον, δεν αποκόμισα κάτι. Ο συγγραφέας αποκόμισε αρκετά μιας και το βιβλίο του εκτέλεσε τον σκοπό του: τον ‘τράβηξε’ από την συγγραφική απραξία. Εκτός από αυτό, του δόθηκε η ευκαιρία για μια αυτοκριτική τόσο του έργου του όσο και της ζωής του γενικότερα. Από κει και έπειτα, όμως, δεν καταλαβαίνω τον λόγο έκδοσης του. Ο συγγραφέας ωφελήθηκε αλλά το κοινό τι έχει να κερδίσει από κάτι που γράφτηκε απλώς για να γραφτεί; Τέλος, ο τίτλος είναι παραπλανητικός μιας και οι αναφορές στις γάτες είναι ελάχιστες και δεν παρουσιάζουν ενδιαφέρον.

 

 

 

 

 

Βιβλία Απριλίου 2017

Ο Αλχημιστής (1/5) / Βίος και Πολιτεία του Αλέξη Ζορμπά (5/5) / Τάλγκο (4/5) / Το λάθος παλτό (3,5/5)

 

Τίτλος: The alchemist

Συγγραφέας: Paulo Coelho

Εκδόσεις: HARPER

Πρόκειται για την ιστορία ενός νεαρού βοσκού, του Σαντιάγο, από την Ανδαλουσία που ξεκινάει ένα ταξίδι από την πατρίδα του, την Ισπανία, έχοντας προορισμό την Αίγυπτο. Σκοπός του ταξιδιού είναι να ανακαλύψει έναν θησαυρό που βρίσκεται θαμμένος στις Πυραμίδες και έχει εμφανιστεί αρκετές φορές στα όνειρα του. Κατά τη διάρκεια του ταξιδιού έρχεται αντιμέτωπος με διάφορα εμπόδια αλλά πάνω από όλα με τον εαυτό του διότι το ταξίδι αυτό αλλάζει τη ζωή του ολοκληρωτικά.

Ο ‘Αλχημιστής’ είναι ένα βιβλίο με ένθερμους θαυμαστές σε όλο τον κόσμο, οι οποίοι ισχυρίζονται ότι άλλαξε η ζωή τους αφού το διάβασαν. Λυπάμαι που το λέω αλλά μου φαίνεται αδιανόητο ότι το βιβλίο αυτό είχε και εξακολουθεί να έχει τέτοια απήχηση. Ένα από τα στοιχεία που αναφέρονται ως εντυπωσιακά είναι η απλότητα του. Η απλότητα είναι πράγματι θετικό γνώρισμα για ένα βιβλίο αλλά στην περίπτωση του Αλχημιστή νομίζω ότι ταιριάζει περισσότερο η λέξη ‘προχειρότητα’. Αγγίζει μεγάλα ζητήματα σχετικά με την ανθρώπινη ύπαρξη αλλά ένιωσα ότι δε δόθηκε το βάθος που έπρεπε στην απόδοση τους.

Η ιστορία προφανώς και δε θα μπορούσε να είναι πραγματική αλλά αν είχε αποδοθεί με άλλο τρόπο θα έμοιαζε ρεαλιστική. Υπήρχαν επίσης σημεία στην πλοκή- που δε θέλω να αποκαλύψω για να μην το χαλάσω σε όσους δεν το έχουν διαβάσει- τα οποία έκαναν την ιστορία να ‘χάνει’ ακόμη περισσότερο γιατί διαφορετική συνθήκη αναφερόταν σε προηγούμενες σελίδες και διαφορετική αργότερα. Το μήνυμα του βιβλίου είναι να μην σταματάς ποτέ να κυνηγάς τα όνειρα σου και η σπουδαιότητα του να τα βρεις με τον εαυτό σου. Αυτά επαναλαμβάνονται συνεχώς σε όλο το βιβλίο με τις ίδιες φράσεις και λέξεις κάνοντας την ανάγνωση κουραστική. Δεν γνωρίζω αν ευθύνεται το γεγονός ότι διάβασα το βιβλίο στα αγγλικά, μια γλώσσα σαφώς φτωχότερη από την ελληνική αλλά νομίζω ότι τα αρνητικά στοιχεία που εντόπισα έχουν να κάνουν με θέματα πέρα από τη μετάφραση.

Δυστυχώς λοιπόν, το βιβλίο ‘Ο Αλχημιστής’ δεν με γέμισε αλλά με έκανε να βαρεθώ.

 

Τίτλος: Βίος και Πολιτεία του Αλέξη Ζορμπά

Συγγραφέας: Νίκος Καζαντζάκης

Εκδόσεις: ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΚΑΖΑΝΤΖΑΚΗ

Η ιστορία ξεκινάει με τη γνωριμία των δύο βασικών ηρώων, του Συγγραφέα που περιμένει στο λιμάνι του Πειραιά το καράβι για την Κρήτη, με τον Αλέξη Ζορμπά. Ο πρώτος επιθυμεί να βρεθεί στο νησί- από όπου κατάγεται κιόλας- για να εκμεταλλευτεί ένα λιγνιτωρυχείο, το οποίο τελικά θα αποτελέσει πρόσχημα για ουσιαστικότερες αναζητήσεις. Έχοντας εντυπωσιαστεί από τον χαρακτήρα του Ζορμπά, αποφασίζει να τον προσλάβει ως επιστάτη σε αυτό. Στο μυθιστόρημα περιγράφεται η διαμονή των δύο ηρώων στην Κρήτη κυρίως μέσα από τις ατελείωτες συζητήσεις τους περί ζωής που συμβάλλουν στη δημιουργία μιας αληθινής φιλίας μεταξύ τους.

Το ‘Βίος και Πολιτεία του Αλέξη Ζορμπά’ είναι από τα βιβλία που όποια θετική κουβέντα και να χρησιμοποιήσεις για να το περιγράψεις, φαντάζει φτωχή. Είναι ένα δυνατό, ανθρώπινο μυθιστόρημα με έντονη την παρουσία της φιλοσοφίας. Οι δύο ήρωες που είναι αντίθετοι μεταξύ τους συμπληρώνουν ο ένας τον άλλον. Μαθαίνεις και από τους δύο αλλά είναι ολοφάνερο ότι η προσωπικότητα του Ζορμπά είναι αυτή που δεσπόζει. Τι να πρωτοπεί κανείς για αυτόν; Σπάνιος, περιπετειώδης, αντισυμβατικός, λάτρης της δράσης και της ζωής, απλός και καμιά φορά απλοϊκός αλλά ακόμη και τότε θαυμάσιος. Ο Ζορμπάς είναι ένας μύθος!

Είναι τόσο καλοδουλεμένο βιβλίο και από γλωσσικής άποψης. Είναι γεμάτο όμορφες λέξεις, καθεμιά από τις οποίες έχει επιλεχθεί με προσοχή. Σε συνδυασμό μεταξύ τους δημιουργούν πολλές υπέροχες εικόνες με αποτέλεσμα στην ανάγνωση τους να νιώθεις μια απερίγραπτη ευχαρίστηση.

Η συγκεκριμένη έκδοση περιλαμβάνει πλούσιο πρόσθετο υλικό σχετικό με το μυθιστόρημα αλλά και τον Νίκο Καζαντζάκη.

Αψεγάδιαστο, ένα από τα καλύτερα βιβλία που έχω διαβάσει. Θεωρώ ότι πρέπει να βρίσκεται σε κάθε βιβλιοθήκη. Ακόμη και μία που δεν διαθέτει κανένα άλλο βιβλίο στα ράφια της, γίνεται πλούσια έχοντας το ‘Βίος και Πολιτεία του Αλέξη Ζορμπά’ να φωλιάζει σε ένα από αυτά.

 

Τίτλος: Τάλγκο

Συγγραφέας: Βασίλης Αλεξάκης

Εκδόσεις: ΕΞΑΝΤΑΣ

Το ‘Τάλγκο’ περιγράφει την ερωτική σχέση μιας παντρεμένης γυναίκας, της Ελένης και του Γρηγόρη που η μόνιμη κατοικία του είναι στο Παρίσι. Η σχέση αυτή φαίνεται ότι δεν έχει μέλλον και πράγματι, πρόκειται για μια τραγική ερωτική ιστορία.

Η αφήγηση είναι πρωτοπρόσωπη και γίνεται από την Ελένη, γεγονός που θεώρησα αξιοθαύμαστο από την στιγμή που ο συγγραφέας είναι άντρας. Έχει κατανοήσει απόλυτα την ψυχολογία της ερωτευμένης γυναίκας και την έχει αποδώσει πολύ πειστικά σε βαθμό που ταυτίστηκα με την ηρωίδα γιατί οι σκέψεις, τα συναισθήματα και η συμπεριφορά της έχουν βιωθεί κι από εμένα σε περιόδους έρωτα. Νομίζω πως κάθε γυναίκα αλλά και κάθε άνδρας που έχει ερωτευτεί αληθινά μπορεί να ταυτιστεί.

Διάβασα το βιβλίο μέσα σε λίγες μόνο ώρες.  Είναι τόσο απολαυστικό που δεν μπορούσα να κάνω αλλιώς. Έπρεπε να το διαβάσω όλο.

Το βιβλίο έχει μεταφερθεί και στον κινηματογράφο από τον Γιώργο Τσεμπερόπουλο με τίτλο ‘Ξαφνικός Έρωτας’.

Παραθέτω μερικά από τα αγαπημένα μου αποσπάσματα:

‘Θέλω να πω, βρε Γρηγόρη, ότι δε μ’ ερωτεύτηκες όπως σ’ ερωτεύτηκα εγώ. Εγώ ερωτεύτηκα όλες τις πτυχές του εαυτού σου, ο έρωτας μου, σαν την αγάπη της μάνας, σε περιέβαλλε ολόκληρο, κανένα τμήμα του εαυτού σου δεν άφηνε ακάλυπτο. Ερωτεύτηκα τ’ όνομα σου, ερωτεύτηκα τη φωνή σου, ερωτεύτηκα τα γόνατα σου. Αν με είχες αγαπήσει κι εσύ έτσι, οι λόγοι που σ’ έκαναν να δώσεις τέλος στη σχέση μας θα είχαν μετρήσει λιγότερο, μπορεί να μην είχαν μετρήσει και καθόλου, γιατί απλούστατα δε θα μπορούσες να κάνεις χωρίς εμένα’.

‘Κοίταξα ψηλά στον ουρανό που ήταν ακόμη φωτεινός. Είδα τα πουλιά που κάθονταν στα σύρματα του ηλεκτρικού. Τόσες και τόσες φορές έχω δει τα πουλιά στα σύρματα του ηλεκτρικού, πρώτη φορά πρόσεξα ότι τα σύρματα ήταν πέντε κι ότι τα πουλιά έμοιαζαν με νότες μουσικής’. (η τελευταία παράγραφος)

‘Μικρή νόμιζα ότι οι νεκροί μας παρακολουθούν από ψηλά στον ουρανό. Ότι τ’ αστέρια είναι τα αναμμένα τους τσιγάρα. Κι όταν έβλεπα να πέφτει κάποιο αστεράκι έλεγα: ‘Κάποιος νεκρός πέταξε το τσιγάρο του και πάει να κοιμηθεί’. (Πόσο όμορφη σκέψη!)

 

Τίτλος: Το λάθος παλτό

Συγγραφέας: Νίκος Σίμος

Εκδόσεις: ΚΕΔΡΟΣ

Το βιβλίο ‘Το λάθος παλτό’ είναι μια συλλογή δέκα ιστοριών που έχουν κοινό στοιχείο τους την ανατροπή. Επιβεβαιώνει το πόσο απρόβλεπτη είναι η ζωή. Παρά την συντομία τους, οι ιστορίες είναι πυκνές και προλαβαίνουν να ερεθίσουν τον αναγνώστη.

Ο συγγραφέας έχει πλούσιο λεξιλόγιο και η γραφή του σε παρασύρει. Ακολουθείς τη μία σειρά μετά την άλλη χωρίς να μπορείς να σταματήσεις. Δεν χρειάζεται πολύς χρόνος για την ανάγνωση του. Οι ιστορίες είναι όλες εκπληκτικές και εντυπώνονται βαθιά στη μνήμη. Προσωπικές αγαπημένες μου ήταν: ‘Χειρός εγκώμιον’, ‘Σιτιστής περιστεριών’, ‘Καρδιά από πέτρα’.

Λόγω της προαναφερθείσας συντομίας των ιστοριών, αντί για περίληψη τους παραθέτω ένα απόσπασμα από την καθεμία:

Το λάθος παλτό: ‘Ο Νικήτας δεν απάντησε αλλά συνέχισε να ψάχνει τις τσέπες του παλτού που φορούσε, καθώς ανακάλυπτε μέσα σ’ αυτές άγνωστα σ’ εκείνον αντικείμενα. Έβγαλε πρώτα έναν αναπτήρα. Μετά ένα χρησιμοποιημένο εισιτήριο κινηματογράφου και το διπλωμένο πρόγραμμα του έργου, ύστερα δύο… καρύδια!’

Εις σάρκαν μίαν…: ‘Την τελευταία φορά που την είχε συναντήσει το παιδί, τη θυμόταν ένα ματωμένο κουφάρι μέσα σ’ ένα σεντόνι.’

Μια σίγουρα ασύλληπτη απόδραση: ‘Δεν ήταν η πρώτη φορά που την κακοποιούσαν. Η Δήμητρα όμως ήταν υποχρεωμένη να τα ανέχεται όλα.’

Χειρός εγκώμιον: ‘Από τα μέλη του σώματος, το χέρι ήταν αυτό που ασκούσε επάνω του ανεξήγητη γοητεία.’

Ένα άδοξο τέλος: ‘Ο ίδιος είχε μόλις επιστρέψει από το εξωτερικό, όπου, εμιγκρές, είχε κατορθώσει να κάνει συμπαθητική καριέρα ως τραγουδιστής, η οποία του επέτρεπε να  ζει άνετα, χωρίς ποτέ, βεβαίως, να φτάσει να κάνει τις μεγάλες εκείνες επιτυχίες που μετατρέπουν τους αρχικά φτωχούς αλλά πλούσιους σε ελπίδες καλλιτέχνες σε υπερφίαλους δημοφιλείς εκατομμυριούχους.’

Σιτιστής περιστεριών: ‘Οι πετεινοί και ο ευσταλής γέροντας λες και είχαν αναπτύξει μια περίεργη σχέση εξάρτησης, που ασφαλώς περιείχε περισσότερο συναίσθημα από την πλευρά του μοναχικού επισκέπτη της παραλίας και περισσότερη ιδιοτέλεια από τα πεινασμένα περιστέρια.’

Τα καλά νέα: ‘Το δελτίο θα αρχίζει με ό,τι πιο αισιόδοξο γίνεται και που θα προβάλλει την καλή προοπτική των πραγμάτων, ώστε ο κόσμος να παίρνει ανάσες τις οποίες τώρα του στερούμε.’

Ένα μικρό ρουσφέτι: ‘Βεβαίως- η αλήθεια να λέγεται- στην καταξίωση του αυτή είχε βάλει το χεράκι της και η κομματική του ιδιότητα, δεδομένου ότι, όταν το κόμμα στο οποίο ανήκε, ήταν στην κυβέρνηση, δεν υπήρχε κανένα πρόβλημα στη δική του επαγγελματική προώθηση, αλλά και όταν βρισκόταν στην αντιπολίτευση, πάλι δε συναντούσε ιδιαίτερες δυσκολίες επαγγελματικής σταθεροποίησης ή και ανέλιξης ακόμη, βάσει μιας παράδοσης που αγνοεί ο περισσότερος κόσμος.’

Ένα πανάκριβο τίμημα: ‘Από την ημέρα που έγινε η δολοφονία του επιχειρηματία, ο οποίος είχε και το πρόσθετο μειονέκτημα ότι είχε σπουδάσει και εργαστεί στη Μέκκα του καπιταλισμού, ο Νώντας καθημερινά έγραφε αναλύσεις που συνόδευαν το αστυνομικό ρεπορτάζ με τις εξελίξεις γύρω από τις προσπάθειες για τον εντοπισμό των δραστών και της τρομοκρατικής οργάνωσης, η οποία συνέχιζε να επιβιώνει.’

Καρδιά από πέτρα: ‘Το ξημέρωμα της μέρας εκείνης δεν ήταν και το πιο ευχάριστο. Είχε φτάσει η μέρα των εξετάσεων, με την αγωνία εκείνης στο κορύφωμα της και την υπομονή εκείνου με μεγάλες αντοχές.’

 

 

 

 

Είναι σκουπίδια τα βιβλία;

Σκεφτόμουν από την αρχή της εβδομάδας τι θέμα θα είχε το σημερινό κείμενο προς τιμήν της Παγκόσμιας Ημέρας Βιβλίου και Πνευματικών Δικαιωμάτων. Είχα καταλήξει ότι θα αναφερόμουν στα αγαπημένα μου βιβλία. Τελικά συνέβη κάτι που με έκανε να αποφασίσω να αναβάλλω το συγκεκριμένο κείμενο.

Την εβδομάδα αυτή οι σχετικές με την Παγκόσμια Ημέρα του Βιβλίου εκδηλώσεις που κοινοποιούνταν στο διαδίκτυο και πιο συγκεκριμένα σε εφαρμογές κοινωνικής δικτύωσης ήταν άφθονες. Κάποια ομάδα είχε κοινοποιήσει ένα άρθρο με τις εορταστικές εκδηλώσεις που θα πραγματοποιούνταν στην Αθήνα. Το είχε συνοδεύσει με μια λεζάντα που καλούσε τον κόσμο να διαβάζει περισσότερα βιβλία. Έχοντας διαβάσει το άρθρο, κοίταξα τα σχόλια που συνόδευαν την ανάρτηση και το μάτι μου έπεσε πάνω σε αυτό:

  

 

Δεν ήξερα αν έπρεπε να γελάσω ή να θυμώσω. Δεν ήθελα να πάρω στα σοβαρά τις κουβέντες αυτού του ανθρώπου. Θεώρησα ότι αστειεύεται. Αν αστειεύεται, τότε δεν έχει καμία αίσθηση του χιούμορ, το μόνο βέβαιο. Αν εννοεί όσα λέει, τότε δεν έχει αίσθηση της πραγματικότητας κι αυτό είναι πολύ πιο ανησυχητικό.

Μου φαινόταν αδιανόητο να εκφράζεται με αυτό τον τρόπο για τα βιβλία. Σκέφτηκα μήπως αναφερόταν μόνο στα βιβλία με πολιτικό περιεχόμενο. Πολλά από αυτά, πράγματι, έχουν αποτελέσει μέσα προπαγάνδας και δύνανται να παραπλανήσουν. Δε μπορούσα να τον δικαιολογήσω αλλιώς.  Αναλώθηκα αρκετή ώρα διαβάζοντας ξανά και ξανά το αρχικό του σχόλιο και τις απαντήσεις που έδωσε στον άνθρωπο που αντέδρασε σε αυτό. Δεν πείστηκα ότι αναφερόταν σε συγκεκριμένα είδη βιβλίου. Ο τύπος φαινόταν να έχει σχηματίσει μια αβάσιμη γενίκευση για όλα τα βιβλία.

Το ότι αγαπάω τα βιβλία, δεν σημαίνει ότι έχω την απαίτηση να τα αγαπούν όλοι. Υπάρχουν άνθρωποι που δεν βρίσκουν καμία συγκίνηση στο διάβασμα. Κατά τη γνώμη μου, είναι άνθρωποι που δεν προσπάθησαν ποτέ ιδιαίτερα να το εκτιμήσουν αλλά γενικά, άσχετα με το αν μου κακοφαίνεται όταν ακούω κάποιον να μου λέει ότι δεν διαβάζει, το δέχομαι. Άλλη περίπτωση αυτή όμως, και άλλη το να ισχυρίζεται κάποιος ότι τα βιβλία είναι σκουπίδια, όργανα του συστήματος ώστε να αποκοιμίζουν τον λαό και ότι πρέπει να πεταχτούν στην πυρά. Για ποιο λόγο τόσο αναίτιο μίσος, τόσος φανατισμός;

Η καταστροφή της βιβλιοθήκης της Αλεξάνδρειας από φανατισμένους χριστιανούς… Η καύση βιβλίων από τους Ναζί… Είναι αρκετές οι στιγμές στην ιστορία του ανθρώπου που βασανίστηκαν τα βιβλία και κατ’ επέκταση το δικαίωμα στην έκφραση και τη δημιουργία, ο πολιτισμός ο ίδιος. Πολλές φορές το εκάστοτε σύστημα έχει χρησιμοποιήσει το βιβλίο για να πετύχει τους σκοπούς του μα νομίζω ότι περισσότερες είναι οι φορές που το πολέμησε. Το σύστημα απειλείται από το βιβλίο, απειλείται από την σκέψη και τον λόγο, απειλείται από τον άνθρωπο που διαβάζει. Διαφορετικά δε θα ήταν τόσο επίμονες οι προσπάθειες του να τους καταστρέψει.

‘Ο κόσμος πρέπει να φοβάται ανθρώπους σαν κι εσένα, όχι τα βιβλία’ απάντησε κάποιος στον τύπο. Όχι, ο κόσμος δε θα πρέπει να φοβάται ανθρώπους σαν κι εκείνον. Η γνώση είναι δύναμη, όχι η άγνοια και ο παραλογισμός. Τα δύο τελευταία, βέβαια, όταν βρεθούν στην εξουσία (πολιτική, κοινωνική, κάθε είδους) είναι τρομαχτικό το πόση ζημιά μπορούν να προκαλέσουν. Είναι χρέος, λοιπόν, των σκεπτόμενων ανθρώπων να το εμποδίσουν αυτό. Εάν, λοιπόν, σε μέλει να μην σε νικήσει το σύστημα, γίνε ένας σκεπτόμενος άνθρωπος!

Κι αν υπάρχετε κι άλλοι εκεί έξω που συμμερίζεστε την άποψη αυτού του τύπου, ότι δηλαδή τα βιβλία είναι κατασκεύασμα του συστήματος για να αποπροσανατολίζει, να κοιμίζει τον λαό, μάθετε αυτό: Είστε ήδη αποπροσανατολισμένοι. Σε καμία περίπτωση τα βιβλία δεν μπορούν να σας προκαλέσουν μεγαλύτερη βλάβη από αυτήν που έχετε ήδη υποστεί. Όσο για το αν τα βιβλία κοιμίζουν, θα απαντήσω με τη ρήση της Marthe Robert: ‘Οι ιστορίες που μας αποκοιμίζουν, είναι αυτές που μας κρατούν πιο ξύπνιους…’.

Κάντε ένα καλό στον εαυτό σας και προσπαθήστε να αγαπήσετε τα βιβλία.

Χαρούμενη Παγκόσμια Ημέρα Βιβλίου!